Το ψυχικό αποτύπωμα της πανδημίας
Γράφει ο Νίκος Τομαράς
Η πανδημία COVID-19 έφερε σημαντικές αλλαγές παγκοσμίως. Η καθημερινότητα όλων των ανθρώπων επανατοποθετήθηκε σε νέες συνισταμένες. Οι επιπτώσεις είναι πολυεπίπεδες, βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες. Ιδιαίτερες δυσκολίες αντιμετώπισαν τα παιδιά με νευροαναπτυξιακές διαταραχές, καθώς και όσα ήταν ευάλωτα σε απρόβλεπτες και πολύπλοκες αλλαγές. Καταγράφηκαν αυξημένες παρεκκλίνουσες συμπεριφορές, επιθετικότητα, εκρήξεις θυμού και πανικού, αυτοκτονικές τάσεις. Και όλα αυτά από πολύ μικρή ηλικία. Τα παιδιά πλέον είναι περισσότερο ανήσυχα, ευερέθιστα και αρνητικά στην προσαρμογή στους σχολικούς κανόνες.
Η Μαρία, μαθήτρια Ε΄ Δημοτικού, λέει: «… η πανδημία ήταν δύσκολη για όλους και μας άλλαξε. Ήμασταν όλη μέρα μπροστά σε μία οθόνη και μιλούσαμε με φίλους αντί να τους βλέπουμε από κοντά. Η αδερφή μου κλεισμένη στο δωμάτιό της μιλώντας στα social media και οι γονείς μου δουλεύοντας όλη μέρα μπροστά από έναν υπολογιστή. Απομόνωση…!!!»
Ο Γιώργος, μαθητής Α΄ Γυμνασίου, αναφέρει: «... χάσαμε τους εαυτούς μας. Είχα στεναχωρηθεί πολύ που δεν μπορούσα να συναντηθώ με τους φίλους μου και το μάθημα μπροστά από μία οθόνη δε μου άρεσε. Μετά από κάποιον καιρό δεν είχα τι να κάνω στο σπίτι κι έτσι αναγκαζόμουν να βλέπω συνέχεια τηλεόραση. Στο τέλος εθίστηκα και επηρεάστηκα. Ψυχικά είχα ηττηθεί…!!!»
Σε συνέδριο ρευματολογίας στις 13-15 Μαΐου 2022, η Μαρίνα Οικονόμου, καθηγήτρια Ψυχιατρικής, αναφέρεται σε ένα αίσθημα απειλής και φόβου. Μια τάση αποφυγής, ένας θυμός μαζί με μια θλίψη, αισθήματα ματαιότητας και αβοηθητότητας.
Όπως και στις άλλες πανδημίες, η νόσος COVID-19 είχε αρνητική επίδραση στην ψυχική υγεία του γενικού πληθυσμού, με προεξάρχουσα την αγχώδη συμπτωματολογία και δευτερευόντως την καταθλιπτική. Στην Ελλάδα, αντίθετα, η επικρατέστερη ψυχική νόσος ήταν η κατάθλιψη και όχι το άγχος. (Αποτύπωμα Ψυχοκοινωνικής Ισορροπίας, ΑΠΟΨΙΣ, Μελέτη στον Γενικό Πληθυσμό, 2020).
Ο Γιώργος πιστεύει «… ότι η πανδημία έχει αφήσει σε όλους άσχημα αποτυπώματα αλλά πιο πολύ στα παιδιά και στους ηλικιωμένους που έμεναν μόνοι. Τα παιδιά γιατί χρειάζονταν τους φίλους τους, το σχολείο και τις εκδρομές τους, ενώ οι ηλικιωμένοι δεν άντεχαν να ζουν μοναχικά με συντροφιά τη διαρκή αγωνία και την αβεβαιότητα».
Η Μαρία από την άλλη στην περιγραφή της για αυτήν την περίοδο χρησιμοποιεί συνεχώς τη λέξη «βαριέμαι…!!» και «απογοήτευση…!!!».
Όλες οι έρευνες που ακολούθησαν την πανδημία μιλούν για αυξημένα συναισθηματικά προβλήματα, υπερκινητικότητα και μειωμένη κοινωνική συμπεριφορά. Ο κ. Κολαΐτης, σύμφωνα με έρευνα της Παιδοψυχιατρικής Κλινικής του ΕΚΠΑ (2021), μιλά για αυξημένη ψυχοπαθολογία των παιδιών που σχετίζεται με ορισμένους παράγοντες, όπως η ηλικία (τα ποσοστά είναι μεγαλύτερα στους εφήβους), το φύλο (αυξημένα ποσοστά σε αγόρια), η ψυχολογική ή σωματική ευημερία τους, η κοινωνική υποστήριξή τους, η οικογενειακή δυσλειτουργία και το ιστορικό τραύματος και ανθεκτικότητας των φροντιστών τους.
Τα παιδιά μπορεί να μη νόσησαν σοβαρά από την COVID-19 και οι θάνατοι να μην ήταν όπως των μεγάλων, όμως είναι κι αυτά θύματα με πολλούς άλλους τρόπους. Τα ευάλωτα βίωσαν μεγαλύτερες διακρίσεις, όπως όσα είχαν επιπλέον μαθησιακές ανάγκες, αναπηρία ή ψυχική ασθένεια, τα παιδιά πρόσφυγες και αιτούμενα άσυλο, τα παιδιά χωρισμένων γονιών και όσα ήταν σε σωφρονιστικά ιδρύματα. Ανάμεσα στις επιπτώσεις ήταν και το ψηφιακό χάσμα, δηλαδή η αδυναμία κάποιων παιδιών να έχουν πρόσβαση στο διαδίκτυο, ο περιορισμός στη μετακίνησή τους, ο αυξημένος κίνδυνος για ενδοοικογενειακή βία, οι περιορισμένες δυνατότητες παιχνιδιού και κοινωνικών συναναστροφών. Είναι βέβαιο ότι τα δικαιώματα των παιδιών στην εκπαίδευση, στην υγεία, στην οικογενειακή ζωή και στην κοινωνικοποίηση έχουν επηρεαστεί ή παραβιαστεί.
Ο Αντώνης, μαθητής Α΄ Γυμνασίου σε ιδιωτικό σχολείο, αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η καθημερινότητά μας άλλαξε και έπρεπε να μείνουμε σπίτι —για το καλό μας— αλλά τελικά γίναμε χειρότερα. Νιώθαμε μοναξιά, ειδικά πιστεύω όσοι δεν είχαμε αδέρφια. Απομονωθήκαμε από τους φίλους μας, ήμασταν τρομοκρατημένοι, καταστρέψαμε το μάθημα. Οι περισσότεροι έπαθαν κατάθλιψη».
Η Μελίνα, μαθήτρια Γ΄ Γυμνασίου σε ιδιωτικό σχολείο της επαρχίας σχολιάζει: «Επηρεάστηκα ψυχικά και κοινωνικά. Πέρασα δύσκολα. Ξεχάσαμε τα παιχνίδια στη γειτονιά και τις βόλτες, επικεντρωθήκαμε στις οθόνες. Στο σπίτι μου υπήρχε ένταση και ανησυχία».
Η εφημερίδα Καθημερινή στις 25.01.2022 αναφέρει ότι, όπως προκύπτει μέσα από τα στοιχεία του ΟΗΕ που δημοσιεύει ο Guardian, η πανδημία αφήνει πίσω της πολλές χαμένες ώρες μαθημάτων, μαθησιακά κενά και μαθησιακές δυσκολίες, Τα σχετικά στοιχεία αναφέρουν ότι έως και το 70% (εκτόξευση από 53%) των παιδιών ηλικίας 10 ετών στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος δεν μπορούν να διαβάσουν ή να κατανοήσουν ένα απλό κείμενο, ενώ ανάλογα κενά παρατηρούνται και στα μαθηματικά. Ως παράδειγμα αναφέρεται η Νότια Αφρική, όπου τα παιδιά δημοτικού είναι σαν να μην παρακολούθησαν μία ολόκληρη σχολική χρονιά. Ανάλογα σε πολιτείες των ΗΠΑ παρατηρείται στα 2/3 των μαθητών ηλικίας 8 και 9 ετών ότι παίρνουν «κάτω από τη βάση» στα τεστ των μαθηματικών.
Το πρόβλημα αποτυπώνεται, με συγκεκριμένα στοιχεία, σε έκθεση της Unesco, της Unicef και της Παγκόσμιας Τράπεζας, υπό τον χαρακτηριστικό τίτλο «The State of the Global Education Crisis».
Η φύση της πανδημίας και η διαχείριση αυτής άφησε ένα καταστροφικό κληροδότημα στις πολύ μικρές ηλικίες. Τα ποσοστά των προβλημάτων αυξήθηκαν. Πολλοί αναφέρουν ότι τα παιδιά εγκαταλείφθηκαν από τις κρατικές δομές. Τα σχολεία δεν είναι μόνο ένας χώρος μάθησης, αλλά και χώρος κοινωνικοποίησης, συναισθηματικής ανάπτυξης, ακόμη και μια διέξοδος από νοσηρά οικογενειακά περιβάλλοντα για κάποιους άλλους. Με την τηλεκπαίδευση τα παιδιά βιώνουν μοναξιά, ανασφάλεια, αίσθημα απομόνωσης, οικογενειακές εντάσεις, αϋπνίες, μειωμένη σωματική δραστηριότητα.
Οι εταιρείες πρόληψης της κακομεταχείρισης των παιδιών αναφέρουν αύξηση κατά 10% των κλήσεων στις ειδικές τηλεφωνικές γραμμές βοήθειας για τα παιδιά. Σοβαρά περιστατικά κακοποίησης, περιλαμβανομένης της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, έρχονται στην επιφάνεια.
Οι εργαζόμενοι στον χώρο της υγείας οι οποίοι βοηθούν τους γονείς και τα βρέφη κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους εκφράζουν ανησυχίες για τις επιπτώσεις που είχε η υγειονομική κρίση στα νεογέννητα. Πολλοί ήταν οι γονείς που έμειναν αβοήθητοι καθώς ιατρικό προσωπικό είχε μεταφερθεί για να προσφέρει τις υπηρεσίες του στη γραμμή της πανδημίας.
Η κ. Ελένη Π. Μαράκη, προϊσταμένη του Κέντρου Διεπιστημονικής Αξιολόγησης Συμβουλευτικής και Υποστήριξης (ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ.) Ηρακλείου τονίζει (4/12/21 στο Cretalive) πως τα τελευταία χρόνια υπάρχει έντονος προβληματισμός για την αύξηση πολύπλοκων προβλημάτων σε μαθητές από την προσχολική ακόμη ηλικία έως και την ηλικία των 15-16 ετών. Τα προβλήματα αυτά δε σχετίζονται μόνο με τη μαθησιακή κατάσταση των μαθητών, αλλά και με τη γενικότερη συμπεριφορά, η οποία σίγουρα επηρεάζει και τη μαθησιακή τους διαδικασία και πρόοδο.
Η πανδημία δημιούργησε νέα προβλήματα και διόγκωσε τα υπάρχοντα. Για όσα παιδιά είχαν διαγνωσμένες δυσκολίες οι επιπτώσεις ήταν ακόμη πιο σοβαρές. Το ΚΕ.Δ.Α.Σ.Υ. Ηρακλείου καταγράφει την τελευταία τριετία αύξηση των αιτημάτων για αξιολόγηση παιδιών ενώ αυξημένος είναι και ο αριθμός των αιτημάτων από τις σχολικές μονάδες της πρωτοβάθμιας και κυρίως της δευτεροβάθμιας που ζητάνε παρέμβαση, συμβουλευτική και υποστήριξη για περιστατικά που τους ανησυχούν και που δύσκολα μπορούν να διαχειριστούν.
Υπάρχει ανάγκη για ίδρυση περισσότερων τμημάτων ένταξης και στις δύο βαθμίδες. Ακόμη και οι δομές ειδικής εκπαίδευσης (ειδικά σχολεία κ.ά.) έχουν ανάγκη από ίδρυση νέων τμημάτων, αφού η φοίτηση πρέπει να είναι με μικρό αριθμό μαθητών και οι ήδη υπάρχουσες δεν μπορούν να καλύψουν τη ζήτηση. Αύξηση περίπου 30% έχουμε και στα παιδιά που χρήζουν παράλληλης στήριξης, αλλά και σε όσα χρειάζονται Ειδικό Βοηθητικό Προσωπικό (Ε.Β.Π.) και νοσηλευτή.
Η «Μελέτη για τον αντίκτυπο της πανδημίας στη μάθηση» ("Pandemic Learning Impact Study") της Understood, (Άρθρο/Μελέτη της Understood, 15/6/21) έδειξε ότι τα παιδιά που παρουσιάζουν διαφορές στη μάθηση και στη σκέψη, όπως ΔΕΠΥ ή συγκεκριμένες μαθησιακές δυσκολίες όπως η δυσλεξία, βιώνουν σημαντικά περισσότερες προκλήσεις από τα παιδιά τυπικής ανάπτυξης. Η μετάβαση στην απομακρυσμένη μάθηση έχει επηρεάσει τα παιδιά και τις οικογένειες σε ακαδημαϊκό, συναισθηματικό και οικονομικό επίπεδο. Η σχετική μελέτη αποκάλυψε πως στο περιβάλλον απομακρυσμένης μάθησης σχεδόν τα τρία τέταρτα (72%) των γονέων έχουν αντιληφθεί ή παρατηρήσει ότι τα παιδιά τους μπορεί να παρουσιάζουν μαθησιακές δυσκολίες ή διαφορές. Και ένα ποσοστό 59% λένε πως τα παιδιά τους έχουν χάσει ένα έτος λόγω της πανδημίας, το οποίο ενδέχεται ποτέ να μην το αναπληρώσουν. Επιπρόσθετα, το 44% των γονέων παιδιών με διαφορές στη σκέψη και στη μάθηση λέει ότι έχει χαθεί το νόμιμο δικαίωμα του παιδιού του στην ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση από τότε που υιοθετήθηκε ο απομακρυσμένος τρόπος μάθησης. Το άγχος που σχετίζεται με την απομακρυσμένη μάθηση είναι πολύ υψηλότερο για τα παιδιά με διαφορές στη σκέψη και στη μάθηση σε σύγκριση με τα υπόλοιπα παιδιά (65% έναντι 44%) και οδηγεί σε συναισθηματική δυσφορία (61% έναντι 36%), σωματικά συμπτώματα (57% έναντι 30%), αποφυγή παρακολούθησης μαθημάτων (47% έναντι 23%) και άλλα. Επιπλέον, το 43% των γονέων αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες λόγω της απομακρυσμένης μάθησης των παιδιών. Το 77% των γονέων επενδύει ένα σημαντικό ποσοστό του χρόνου και των χρημάτων του για την υποστήριξη των παιδιών με διαφορές στη μάθηση και στη σκέψη προκειμένου αυτά να διατηρήσουν μια σταθερή ακαδημαϊκή πορεία. Τα πιο κοινά μέτρα που οι γονείς έχουν λάβει για να στηρίξουν τα παιδιά τους είναι η αγορά συμπληρωματικού λογισμικού και εφαρμογών, η πρόσληψη προσωπικών δασκάλων και η μείωση ωρών εργασίας. Η πλειοψηφία (86%) των γονέων των παιδιών αυτών προγραμμάτισε να παρέχει ακαδημαϊκή υποστήριξη κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού μετά την πανδημία, συγκριτικά με τους μόλις μισούς γονείς των τυπικά αναπτυσσόμενων παιδιών.
Είναι σημαντικό, τέλος, τα προβλήματα προσοχής και παρορμητικότητας, η επιθετική συμπεριφορά και η έλλειψη προσοχής στη σχολική τάξη, που αντιμετωπίζουν όλο και περισσότερα παιδιά μετά την πανδημία, να εξετάζεται προσεκτικά αν οφείλονται σε Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητα ή σε μια μεταβολή της οργάνωσης των νευρωνικών δικτύων τους, απόκρισης στο στρες, που προκλήθηκε για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν την έντονη κατάσταση που βίωναν την περίοδο της καραντίνας (Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες).