Όσο κι αν ξεφλουδίζει
ο καιρός,
ανέπαφος πάντα
θα αναδύεσαι,
μέσ’ απ’ της μνήμης
τα λεπτά επιχρίσματα.
Νωπός,
με το Μινωικό σου κόκκινο
να αιμορραγεί
πάνω στης Σελήνης
την ωχρή έκλειψη.
Ζεστός,
σαν Λίβας που ανακατεύει,
δίψας παλιάς,
λιπόθυμους κόκκους.
Τη μέρα,
θεός του πάθους
Μονογενής,
στης εμμονής μου
τον περιστρεφόμενο θόλο.
Τη νύχτα,
βωμός αρχαϊκός,
λαξεμένος στα άδυτα
της μυστικής μου
ειδωλολατρίας.
ο καιρός,
ανέπαφος πάντα
θα αναδύεσαι,
μέσ’ απ’ της μνήμης
τα λεπτά επιχρίσματα.
Νωπός,
με το Μινωικό σου κόκκινο
να αιμορραγεί
πάνω στης Σελήνης
την ωχρή έκλειψη.
Ζεστός,
σαν Λίβας που ανακατεύει,
δίψας παλιάς,
λιπόθυμους κόκκους.
Τη μέρα,
θεός του πάθους
Μονογενής,
στης εμμονής μου
τον περιστρεφόμενο θόλο.
Τη νύχτα,
βωμός αρχαϊκός,
λαξεμένος στα άδυτα
της μυστικής μου
ειδωλολατρίας.