Δεν ήτανε πως δεν τον γνώρισε στο φως της παραστιάς· δεν
ήταν
τα κουρέλια του επαίτη, η μεταμφίεση, – όχι· καθαρά σημάδια:
η ουλή στο γόνατό του, η ρώμη, η πονηριά στο μάτι.
Τρομαγμένη,
ακουμπώντας τη ράχη της στον τοίχο, μια δικαιολογία ζητούσε,
μιά προθεσμία ακόμη λίγου χρόνου, να μην απαντήσει,
να μην προδοθεί. Γι’ αυτόν, λοιπόν, είχε ξοδέψει είκοσι
χρόνια,
είκοσι χρόνια αναμονής και ονείρων, για τούτον τον άθλιο,
τον αιματόβρεχτο ασπρογένη; Ρίχτηκε άφωνη σε μια καρέκλα,
κοίταξε αργά τους σκοτωμένους μνηστήρες στο πάτωμα, σαν να
κοιτούσε
νεκρές τις ίδιες τις επιθυμίες. Και: «καλώς όρισες», του
είπε,
ακούγοντας ξένη, μακρινή, τη φωνή της. Στη γωνιά, ο
αργαλειός της
γέμιζε το ταβάνι με καγκελωτές σκιές· κι όσα πουλιά είχε
υφάνει
με κόκκινες λαμπρές κλωστές σε πράσινα φυλλώματα, αίφνης,
τούτη τη νύχτα της επιστροφής, γυρίσαν στο σταχτί και μαύρο
χαμοπετώντας στον επίπεδο ουρανό της τελευταίας της
καρτερίας.
Λέρος,
21.ΙΧ.68
Από την ποιητική συλλογή: «Επαναλήψεις, σειρά ΙΙ» (1968 /
1972).
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Ι΄, Αθήνα,
Κέδρος 1989, σελ. 69.