Δὲν ξέρω, μὰ δὲν
ἔμεινε καθόλου σκοτάδι.
Ὁ ἥλιος χύθηκε μέσα μου ἀπὸ χίλιες πληγές.
Καὶ τούτη τὴ λευκότητα ποὺ
σὲ περιβάλλω
δὲ θὰ τὴ
βρεῖς οὔτε
στὶς Ἄλπεις,
γιατὶ αὐτὸς ὁ ἀγέρας
στριφογυρνᾶ ὡς ἐκεῖ ψηλὰ
καὶ τὸ
χιόνι λερώνεται.
Καὶ στὸ λευκὸ
τριαντάφυλλο βρίσκεις μιὰ ἰδέα σκόνης.
Τὸ τέλειο θαῦμα θὰ
τὸ βρεῖς
μοναχὰ μὲς
στὸν ἄνθρωπο:
λευκὲς ἐκτάσεις ποὺ
ἀκτινοβολοῦν ἀληθινὰ
στὸ σύμπαν καὶ ὑπερέχουν.
Τὸ πιὸ
καθαρὸ
πράγμα λοιπὸν τῆς δημιουργίας δὲν εἶναι τὸ λυκόφως,
οὔτε ὁ οὐρανὸς ποὺ
καθρεφτίζεται μὲς στὸ ποτάμι,
οὔτε ὁ ἥλιος
πάνω στῆς μηλιᾶς τ᾿ ἄνθη. Εἶναι
ἡ ἀγάπη.