ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ νὰ καλύπτει ὁλόκληρο τὸν τοῖχο, σὲ ὕψος καὶ σὲ
μῆκος, ἑνὸς μεγάλου παραλληλεπίπεδου σαλονιοῦ αὐτὸ τὸ
ἀέρινο ἔπιπλο, τὸ φτιαγμένο ἀπὸ πλῆθος συρτάρια. Συρτάρια
πού, ὅμως, δὲν ἦταν ὅλα ἴδια. Ἄλλα ἦταν μικρὰ καὶ ἄλλα μεγάλα,
ἄλλα κλειδωμένα καὶ ἄλλα ξεκλείδωτα, καὶ σὲ ἄλλα ὁ χῶρος πρὸς
πλήρωση ἔχασκε ἀδειανός, ἕτοιμος, ὡστόσο, γιὰ τὴν ὑποδοχή,
ὅπως τὸ θηκάρι ποὺ προσμένει τὸ σπαθὶ γιὰ τὸν καιρὸ τῆς
εἰρήνης. Κάποια ἀνάμεσά τους, μάλιστα, ἦταν χρωματιστὰ –
γιὰ τὴν ἀκρίβεια, εἶχαν ὑπάρξει χρωματιστά, διότι, τώρα πιά,
τὰ περισσότερα, εἶχαν ἀπωλέσει ἐκείνη τὴν παλιὰ ἱκανότητα
νὰ αἰχμαλωτίζουν τὸ πλουμιστὸ φῶς τῆς ἐξωτερικῆς πηγῆς·
ὕστερα ἀπὸ ἕνα ὁρισμένο διάστημα, εἶναι ἡ ἀλήθεια, αὐτὴ ἡ
πολύτιμη ἰδιότητα χανόταν καὶ τὰ συρτάρια ἐπέστρεφαν στὴν
κοινή, ἀπροσδιόριστη ἀχρωμία τους, ποὺ ἄλλοτε πλησίαζε στὸ
γκρί, ἄλλοτε στὸ μπὲζ καὶ ἄλλοτε στὸ μολυβί. Ἔτσι, οἱ
ἐξωτερικὲς διαφορὲς τους ἑστιάζονταν, πλέον, στὸ μέγεθος, ἢ
στὸν ὄγκο, καὶ στὶς κλειδωνιές, καί, βέβαια, στὴν κατάσταση
στὴν ὁποία εἶχαν καταφέρει νὰ διατηρήσουν τὸ σχῆμα τους μετὰ
τὴν τοποθέτησή τους· αὐτὸ τὸ τελευταῖο ἦταν πολὺ βασικό.