ΚΑΘΩΣ βάδιζα στὸν δρόμο, μὲ σταμάτησε ἕνας ἐξασθενημένος
ἀπὸ τὰ γηρατειὰ ζητιάνος. Φλογισμένα, γεμάτα δάκρυα μάτια,
μελανὰ χείλη, τραχιὰ κουρέλια, ἀκάθαρτες πληγές… Ὤ, πόσο
ἀπαίσια κατέφαγε ἡ ἔνδεια τοῦτο τὸ δύστυχο πλάσμα!
Ἅπλωσε πρὸς τὸ μέρος μου τὸ κόκκινο, πρησμένο καὶ ἀκάθαρτο χέρι του. Στέναζε καὶ βογκοῦσε γιὰ βοήθεια.
Ἄρχισα νὰ ψάχνω ὅλες τὶς τσέπες μου… Οὔτε πορτοφόλι, οὔτε ρολόι, οὔτε κὰν μαντήλι… Τίποτα δὲν εἶχα πάρει μαζί μου.
H συνέχεια εδώ
Ἅπλωσε πρὸς τὸ μέρος μου τὸ κόκκινο, πρησμένο καὶ ἀκάθαρτο χέρι του. Στέναζε καὶ βογκοῦσε γιὰ βοήθεια.
Ἄρχισα νὰ ψάχνω ὅλες τὶς τσέπες μου… Οὔτε πορτοφόλι, οὔτε ρολόι, οὔτε κὰν μαντήλι… Τίποτα δὲν εἶχα πάρει μαζί μου.
Κι ὁ ζητιάνος περίμενε… Καὶ τὸ προτεταμένο χέρι του ἔτρεμε καὶ σκιρτοῦσε ἐξασθενημένο.