ΕΡΙΞΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ τυχαῖα κάτω ἀπ’ τὸ κρεβάτι του ὁ Μανόλης,
κι ἀνακάλυψε δυὸ δάχτυλα σκόνη. Κάτι δαχτυλιδάτες
χνουδωτὲς σφαιροῦλες, ποὺ αἰωροῦνταν πάνω καὶ γύρω ἀπὸ τὸ
ξεμονταρισμένο παιδικὸ κρεβατάκι ποὺ βρισκόταν ἐπίσης,
πατικωμένο ἐκεῖ. Τοῦ ‘ρθε νὰ τρελαθεῖ. Ὥστε, ὅλ’ αὐτὸ τὸ
κακὸ τ’ ἀναπνέανε τόσον καιρό; Καλά, χάθηκε ὁ κόσμος νὰ
τραβήξει μιὰ σκούπα καὶ κάτω ἀπ’ τὸ κρεβάτι; Καὶ τώρα, ποῦ
γυρνοῦσε; Ποῦ ἀλλοῦ, στὶς φιληνάδες της – τὶς τρεῖς Χάριτες,
ὅπως τὶς ἔλεγε ὁ Μανόλης. Μαζεύονταν ἐκεῖ, καφεδάκι,
σαχλαμαρίτσες, κουτσομπολιά — κι ἄσ’ τον αὐτὸν νὰ πνίγεται
στὴ σκόνη... Τὴν πῆρε ἀμέσως τηλέφωνο, πρὶν τοῦ περάσει ὁ
θυμός. Εἶπε, εἶπε, ξαλάφρωσε. Τὸ βρόντηξε στὸ τέλος. Βάλθηκε
νὰ κάνει φασίνα μόνος του. Χώθηκε κυριολεκτικὰ ἀπὸ κάτω,
πρῶτα μὲ τὴ σκούπα, ὕστερα μὲ τὴ μάπα, στὸ τέλος μ’ ἕνα καθαρὸ
πανί. Ἔγινε μούσκεμα στὸν ἱδρώτα – εἶχε καὶ μιά ζέστη... Καὶ
δῶσ’ του ξανὰ καὶ ξανά. Μιὰ ὥρα καὶ βάλε κράτησε αὐτὴ ἡ
ὑπόθεση. Μέχρι ποὺ πιάστηκε ἡ μέση του. Πῆρε μετὰ τὸ βιβλίο
του —ἕνα ἀστυνομικό, τοῦ Σιμενόν— καὶ κάθησε στὸ μπαλκονάκι
νὰ ξεκουραστεῖ. Ἠρέμησε κάπως ἔτσι.