Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

24 Φεβ 2019

Τάσος Καλούτσας: Το στοκάρισμα

ΕΡΙΞΕ ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ τυ­χαῖ­α κά­τω ἀ­π’ τὸ κρε­βά­τι του ὁ Μα­νό­λης, κι ἀ­να­κά­λυ­ψε δυ­ὸ δά­χτυ­λα σκό­νη. Κά­τι δα­χτυ­λι­δά­τες χνου­δω­τὲς σφαι­ροῦ­λες, ποὺ αἰ­ω­ροῦν­ταν πά­νω καὶ γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ ξε­μον­τα­ρι­σμέ­νο παι­δι­κὸ κρε­βα­τά­κι ποὺ βρι­σκό­ταν ἐ­πί­σης, πα­τι­κω­μέ­νο ἐ­κεῖ. Τοῦ ‘ρ­θε νὰ τρε­λα­θεῖ. Ὥ­στε, ὅ­λ’ αὐ­τὸ τὸ κα­κὸ τ’ ἀ­να­πνέ­α­νε τό­σον και­ρό; Κα­λά, χά­θη­κε ὁ κό­σμος νὰ τρα­βή­ξει μιὰ σκού­πα καὶ κά­τω ἀ­π’ τὸ κρε­βά­τι; Καὶ τώ­ρα, ποῦ γυρ­νοῦ­σε; Ποῦ ἀλ­λοῦ, στὶς φι­λη­νά­δες της – τὶς τρεῖς Χά­ρι­τες, ὅ­πως τὶς ἔ­λε­γε ὁ Μα­νό­λης. Μα­ζεύ­ον­ταν ἐ­κεῖ, κα­φε­δά­κι, σα­χλα­μα­ρί­τσες, κου­τσομ­πο­λιά — κι ἄ­σ’ τον αὐ­τὸν νὰ πνί­γε­ται στὴ σκό­νη.­.. Τὴν πῆ­ρε ἀ­μέ­σως τη­λέ­φω­νο, πρὶν τοῦ πε­ρά­σει ὁ θυ­μός. Εἶ­πε, εἶ­πε, ξα­λά­φρω­σε. Τὸ βρόν­τη­ξε στὸ τέ­λος. Βάλ­θη­κε νὰ κά­νει φα­σί­να μό­νος του. Χώ­θη­κε κυ­ρι­ο­λε­κτι­κὰ ἀ­πὸ κά­τω, πρῶ­τα μὲ τὴ σκού­πα, ὕ­στε­ρα μὲ τὴ μά­πα, στὸ τέ­λος μ’ ἕ­να κα­θα­ρὸ πα­νί. Ἔ­γι­νε μού­σκε­μα στὸν ἱ­δρώ­τα – εἶ­χε καὶ μιά ζέ­στη.­.. Καὶ δῶ­σ’ του ξα­νὰ καὶ ξα­νά. Μιὰ ὥ­ρα καὶ βά­λε κρά­τη­σε αὐ­τὴ ἡ ὑ­πό­θε­ση. Μέ­χρι ποὺ πι­ά­στη­κε ἡ μέ­ση του. Πῆ­ρε με­τὰ τὸ βι­βλί­ο του —ἕ­να ἀ­στυ­νο­μι­κό, τοῦ Σι­με­νόν— καὶ κά­θη­σε στὸ μπαλ­κο­νά­κι νὰ ξε­κου­ρα­στεῖ. Ἠ­ρέ­μη­σε κά­πως ἔ­τσι.

Η συνέχεια εδώ