Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Ειδήσεις Google

18 Μαρ 2019

Κρίστης Ἐλαῖος, Ἡ λεμονιά

ΞΥΠΝΗΣΑ τὸ με­ση­μέ­ρι μὲ τὰ ὄ­νει­ρα νὰ μὲ γυ­ρί­ζουν ὅ­λο τὸ βρά­δυ, ζα­λι­σμέ­νος ἀ­πὸ τὸν κα­πνὸ ποὺ εἶ­χα ρου­φή­ξει ὣς ἀρ­γὰ τὸ πρω­ί. Ἄ­νοι­ξα τὰ πα­ρά­θυ­ρα νὰ μπεῖ ὁ φρέ­σκος ἀ­έ­ρας, ἔ­ρι­ξα δυ­ὸ κου­τα­λι­ὲς κα­φὲ μέ­σα στὴ κού­πα μου. Ἡ πό­λη ἦ­ταν ἀ­κό­μα ἐ­κεῖ, ὅ­λα κα­νο­νι­κὰ καὶ συγ­χρο­νι­σμέ­να, τὰ μα­γα­ζιὰ μὲ τοὺς ἐμ­πό­ρους στὴν πόρ­τα νὰ ἀ­δη­μο­νοῦν, τὸν ζη­τιά­νο νὰ πει­νά­ει, τὴ λε­μο­νιὰ στὸν ὑ­παί­θριο νὰ εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πὸ φρέ­σκα καὶ μυ­ρω­δά­τα λε­μό­νια. Αὐ­τὴ ἡ λε­μο­νιά, μοῦ ἔ­χει κά­νει φο­βε­ρὴ ἐν­τύ­πω­ση, μέ­σα στὸ τσι­μέν­το στέ­κει ἀ­γέ­ρω­χη καὶ πε­ρή­φα­νη γεν­νών­τας κά­τι καρ­ποὺς ποὺ ἀ­κό­μα καὶ ὁ πιὸ ἐ­πι­δέ­ξιος ἀ­γρό­της, θὰ τοὺς ζή­λευ­ε. Μὲ πῆ­ρες τη­λέ­φω­νο νὰ μὲ κα­λη­με­ρί­σεις, ὅ­πως πάν­τα. Σή­με­ρα δὲν εἶ­χα δι­ά­θε­ση νὰ βά­λω σὲ τά­ξη τί­πο­τα, οὔ­τε τὴ λάν­τζα στὸ νε­ρο­χύ­τη, οὔ­τε τὰ πε­τα­μέ­να ροῦ­χα.

Η συνέχεια εδώ