ΞΥΠΝΗΣΑ τὸ μεσημέρι μὲ τὰ ὄνειρα νὰ μὲ γυρίζουν ὅλο τὸ
βράδυ, ζαλισμένος ἀπὸ τὸν καπνὸ ποὺ εἶχα ρουφήξει ὣς ἀργὰ τὸ
πρωί. Ἄνοιξα τὰ παράθυρα νὰ μπεῖ ὁ φρέσκος ἀέρας, ἔριξα δυὸ
κουταλιὲς καφὲ μέσα στὴ κούπα μου. Ἡ πόλη ἦταν ἀκόμα ἐκεῖ,
ὅλα κανονικὰ καὶ συγχρονισμένα, τὰ μαγαζιὰ μὲ τοὺς ἐμπόρους
στὴν πόρτα νὰ ἀδημονοῦν, τὸν ζητιάνο νὰ πεινάει, τὴ λεμονιὰ
στὸν ὑπαίθριο νὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ φρέσκα καὶ μυρωδάτα
λεμόνια. Αὐτὴ ἡ λεμονιά, μοῦ ἔχει κάνει φοβερὴ ἐντύπωση,
μέσα στὸ τσιμέντο στέκει ἀγέρωχη καὶ περήφανη γεννώντας
κάτι καρποὺς ποὺ ἀκόμα καὶ ὁ πιὸ ἐπιδέξιος ἀγρότης, θὰ τοὺς
ζήλευε. Μὲ πῆρες τηλέφωνο νὰ μὲ καλημερίσεις, ὅπως πάντα.
Σήμερα δὲν εἶχα διάθεση νὰ βάλω σὲ τάξη τίποτα, οὔτε τὴ
λάντζα στὸ νεροχύτη, οὔτε τὰ πεταμένα ροῦχα.