ΚΑΘΩΣ ΓΥΡΙΖΑ ἀπὸ τὸ σχολεῖο ἐκεῖνο τὸ μεσημέρι, ἔπιασε
ξαφνικὰ μιὰ μπόρα καὶ ἔγινα μούσκεμα. Φοβήθηκα νὰ
ἀκολουθήσω τὸν συνηθισμένο μου δρόμο κάτω ἀπὸ τὶς μεγάλες
πεῦκες καὶ ἔτσι πῆρα τὴν γυμνὴ δημοσιά, ποὺ καταλήγει στὸ
χωριό. Στὸ χτῆμα ἔφτασα τὴν ὥρα ποὺ ἔβγαινε πάλι ὁ ἥλιος, καὶ
μπῆκα μέσα σκαρφαλώνοντας πάνω ἀπὸ τὸ μεγάλο πορτόνι μὲ τὶς
βρεμένες ροδοδάφνες. Στὸ περιβόλι ὅλα ἦταν γαλήνια,
φρεσκοπλυμένα καὶ καταπράσινα, οἱ ἀχλαδιές εἶχαν ἀκόμα
μερικὰ ἄνθη, στὰ φύλλα τους κρατοῦσαν χοντρὲς σταγόνες τῆς
βροχῆς ποὺ γιάλιζαν σὰν χάντρες. Ἡ τελευταία βροχὴ τῆς χρονιᾶς,
σκέφτηκα. Τότε εἶδα τὴν Ἑλένη. Ἔβγαινε ἀπὸ τὸν κῆπο
κρατώντας στὸ χέρι ἕνα μεγάλο ἄσπρο τριαντάφυλλο. Ἐρχόταν
πρὸς τὸ μέρος μου ἀργά, ὁ ἥλιος στεφάνωνε τὰ μαλλιά της, κάτω
ἀπὸ τὴν μαύρη ποδιά της πρόβαλαν δυὸ ὁλοστρόγγυλα βυζιά.