Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

18 Αυγ 2020

Δεκαπενταύγουστο, Γεωργία Δεληγιαννοπούλου

 


Λαχτάρησα τη μάνα μου χτες. Το σώμα της που με χώραγε να κλωτσάω και να τινάζω γλυφά αμνιακά ποτάμια με απέραντη εγκατάλειψη και προσμονή.

Τον πατέρα μου δεν πρόλαβα να τον αγγίξω... Πριν από μένα τον γονιμοποιήσαν τα πεύκα και τον γέννησαν ξανά λαγκάδι. Και κάπου εκεί τον έχασα. Με συντροφεύει όμως στο ρουθούνι το ρετσίνι του και στο βλέμμα το φως του πράσινο.

Αχ, τη μανούλα μου όμως δεν τη γονιμοποίησε χαρά ούτε κανένας έρωτας. Μόνο εκείνος ο σπασμός της έλαχε, ένας θεσπέσιο οργασμός κι ένας πανάρχαιος ρόγχος. Κι αυτό ήταν όλο. Στο μεσοδιάστημα αναμονή του Λέοντα Ουρανού. Πριν ή μετά τη γέννα μου δεν έχει σημασία. Ο Ουρανός πάντα ανατέλλει με τους δικούς του νόμους που δεν νογάν τα ανθρώπινα.

Λαχτάρησα τη μάνα μου. Τον κολπίσκο της τον χαμογελαστό που χάραξε ένα γέλιο μέσα στις οιμωγές κι έγινα μέσα του βαρκούλα. Κι έγινα μέσα του κόλπος μικρός κι εγώ στις στρώσεις του αιθέρα, δυο βάρκες γίναμε γεωγραφημένες σε δαντελωτές ακτές, σε μια ηδονή ελληνική, πάντα από την αρχή παρθένα. Και πλέει, πλέει η Ανατολία μες στο αίμα.

 

Λαχτάρησα της μάνας μου τα μυστικά, γιατί, κι ας δόθηκαν, πάντα κρυφά θα μένουν ακρυπτογράφητα να συλλαβίζουν μόνα τους στο αυτί μου συμφωνία ψιθύρων και όλη τη δόξα ενός Άλφα που περιμένει τη φωνή μου να εκραγεί.

Λαχτάρησα αυτή τη μάνα. Που αγκαλιάζει τη μανούλα μου αγκάλιασε κι εμένα στη φτώχεια μου την καρπερή στον πλούτο το βουνίσιο.

Κι αν εκοιμήθη η μανούλα μου μέσα μου ξαγρυπνά

Φωσάκι αργασμένο στις πιο πνευστές ανάσες