Έγραφα σε κάτι χοντρά τετράδια σαν τα τεφτέρια των παλιών μπακάληδων όπου έγραφαν τα χρέη πελατών πριν τους σκοτώσουνε τα σούπερ μάρκετ
Γέμιζα τα τετράδια με βερεσέδια ενοχών
έρωτες, όνειρα, μπόλικη τρυφεράδα
με τον παράδοξο -ως είπαν- τρόπο
που έβλεπα πράγματα και ανθρώπους
Δεν μου συγχώρησαν ενοράσεις, μικρές παρεκτροπές
όμως ήμουν πάντα εκεί βάζοντας λέξεις στη σειρά
υφαίνοντας νύχτες πολλές το τρυφερό χαλί
στους επερχόμενους, τους διψασμένους
Έζησα πάντα με τον φόβο προσκεφάλι
διερωτώμενος αν με κατάλαβαν πραγματικά
μήπως μιλούσα με δυο παράλληλες γραμμές
που κάνουν τη συνομιλία μονολόγους
χωρίς δικαιολογία ύπαρξης
και το χειρότερο, δίχως ούτε έναν αποδέκτη
Μα μην ανησυχείς
φόβος είναι μη κατανόησης
διάσπαρτος στους ανθρώπους
γεννάει φλυαρίες, αμφιβολίες διαρκείς
που κάποτε φέρνουν και τρέλας πανικό
Σε κάδους ανακύκλωσης βρέθηκαν τα τεφτέρια
κι αχνοφαινόταν η γραφή
Σαν μεγαλώσω θα γράψω ποιήματα αληθινά
Δεν ξέρω ακόμα αν μεγάλωσα
αλλά η Ποίηση δεν άφησε ποτέ
να βυθιστεί στην πλήξη η ζωή μου
όπως δεν ξέρω αν ήταν η τέχνη μου ακριβή
σίγουρα όμως οι προθέσεις ήταν
Όπως επίσης πάντα γνώριζα πως μια λέξη ήταν αρκετή να συνδεθώ με σύμπαν ακριβό προσβάσιμο στους ποιητές με πίστα απογείωσης τα ταπεινά τεφτέρια