
Καίει το πυροφάνι του ψαρά
κι οι σταλαχτίνες λάμπουν σαν αστέρια
και στης σπηλιάς τα διάφανα νερά
φεγγοβολούν καντήλια κι αγιοκέρια.
Της νυχτερίδας τρίζουν τα φτερά
και στις φωλιές ξυπνούν τα περιστέρια
και σπαρταρούν τα ψάρια αστραφτερά
απ’ το καμάκι στου ψαρά τα χέρια.
Απάνω στης σπηλιάς την κορυφή,
μέσ’ απ’ τα μούσκλια κι απ’ τα πολυτρίχια,
σταλάζει βρύση ανώφελη, κρυφή.
Και πέρα από μια τρύπα σκοτεινή,
στους βράχους ακονίζοντας τα νύχια,
μια φώκια απαρηγόρητα θρηνεί.
Επιλογή: Ελπίδα Π.