Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Ειδήσεις Google

20 Οκτ 2010

Ζαν-Νικολά-Αρτύρ-Ρεμπώ, Jean-Nicolas-Arthur Rimbaud (20 Οκτ. 1854 - 10 Νοεμ. 1891)

« Τι ζωή! Η αληθινή ζωή είναι απούσα. Δεν είμαστε στον κόσμο. Η αγάπη είναι για να βρεθεί ξανά., το ξέρουμε»!...
*Arthur Rimpaud*!

O Αρθούρος Ρεμπώ ήταν Γάλλος ποιητής. Θεωρείται ένας από τους μείζονες εκπροσώπους του συμβολισμού, με σημαντική επίδραση στη μοντέρνα ποίηση, παρά το γεγονός πως εγκατέλειψε οριστικά τη λογοτεχνία στην ηλικία των είκοσι ετών. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζουν οι ποιητικές συλλογές Εκλάμψεις και Μια Εποχή στην Κόλαση. Η τελευταία υπήρξε το μοναδικό βιβλίο του Ρεμπώ που δημοσιεύτηκε κατόπιν επιθυμίας και ενεργειών του ίδιου, ενώ σημαντικό μέρος των ποιημάτων του δημοσιεύτηκαν ενόσω ήταν εν ζωή αλλά χωρίς τη συγκατάθεσή του ή εν αγνοία του.

Στη διάρκεια του πολυτάραχου βίου του ταξίδεψε σε δεκατρείς διαφορετικές χώρες και έζησε ως επαίτης, μισθοφόρος, εργάτης, παιδαγωγός και ναυτικός, παράλληλα με τη συγγραφική δραστηριότητα. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του, έχοντας ήδη εγκαταλείψει την ποίηση, περιπλανήθηκε στην βορειοανατολική Αφρική όπου εργάστηκε ως έμπορος και εξερευνητής, την ίδια περίοδο που άρχισε να αναγνωρίζεται το ποιητικό έργο του μεταξύ των λογοτεχνικών κύκλων του Παρισιού.

Ο Ρεμπώ γεννήθηκε στην αγροτική περιοχή Σαρλβίλ (Charleville) των Αρδεννών στη βορειοανατολική Γαλλία, κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο. Όταν ο Ρεμπώ ήταν έξι ετών, ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια χωρίς να γυρίσει ποτέ πίσω.

Μετά τη φυγή του πατέρα του, ο Ρεμπώ και τα τέσσερα αδέλφια του έζησαν, υπό την αυστηρή παρουσία της μητέρας τους, η οποία φρόντισε με επιμέλεια για τη μόρφωσή τους.

Τον Οκτώβριο του 1861, ο Ρεμπώ εισήχθη μαζί με τον αδελφό του στο Ινστιτούτο Ροσσά, όπου φοίτησε για περίπου τρία χρόνια. Στο διάστημα αυτό, διακρίθηκε κερδίζοντας πολυάριθμα αριστεία και επαίνους, στα λατινικά, στη γραμματική, στην ιστορία, στη γεωγραφία, αλλά και στην αριθμητική. Στερημένος από παιδικές παρέες, λόγω της αυστηρής επαγρύπνησης της μητέρας του, ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με το διάβασμα και τη μελέτη.

Τον Απρίλιο του 1865, μετά από απόφαση της μητέρας του, μεταφέρθηκε στο Κολέγιο της Σαρλβίλ, όπου σύντομα διακρίθηκε εκ νέου στα μαθήματα και οι ικανότητες του προκάλεσαν μεγάλη εντύπωση, μεταπηδώντας από την πέμπτη τάξη του δημοτικού στην πρώτη τάξη του γυμνασίου. Μεταξύ των διακρίσεών του, ξεχωρίζουν επίσης οι δημοσιεύσεις εργασιών του στην εφημερίδα της εκπαιδευτικής κοινότητας Moniteur de l'Enseignement Superieur καθώς και πολυάριθμα βραβεία που κέρδιζε σε διαγωνισμούς των σχολείων της περιφέρειας.

Στις αρχές του επόμενου χρόνου, το ποίημά του με τίτλο Les Étrennes des ophelins, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα La Revue pour Tous και αποτελεί πιθανότατα ένα από τα καλύτερα δείγματα των πρώιμων έργων του.

Λίγες ημέρες μετά τη δημοσίευση του ποιήματος, το Κολέγιο της Σαρλβίλ υποδέχτηκε ένα νέο δάσκαλο, τον Ζορζ Ιζαμπάρ (Georges Izambard), ο οποίος εξελίχθηκε σε ένα είδος λογοτεχνικού συμβούλου του Ρεμπώ. Εκείνος, με τη σειρά του, συνέχιζε να γράφει ποίηση και να παρουσιάζει αντίγραφα των έργων του στον Ιζαμπάρ, ο οποίος με τη σειρά του δάνειζε βιβλία από την προσωπική του συλλογή στον μαθητή του. Στις πρώιμες λογοτεχνικές του συνθέσεις, ο Ρεμπώ άντλησε στοιχεία από την ανθολογία Le Parnasse contemporain των παρνασσιστών, αποστέλλοντας μάλιστα ένα δικό του ποίημα προς δημοσίευση, με αποδέκτη τον Τεοντόρ ντε Μπανβίλ, το οποίο όμως δεν έγινε τελικά δεκτό.

Στις 19 Ιουλίου 1870, κηρύχθηκε ο Γαλλογερμανικός πόλεμος, με αποτέλεσμα ο Ιζαμπάρ να εγκαταλείψει τη Σαρλεβίλ. Το Κολέγιο της πόλης έπαψε να λειτουργεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, γεγονός που θα έδινε και ένα οριστικό τέλος στην επίσημη σχολική εκπαίδευση του Ρεμπώ. Οι πολιτικές εξελίξεις σε συνδυασμό με τη φυγή του Ιζαμπάρ, τού προκάλεσαν μελαγχολία και τάσεις φυγής, σημειώνοντας σε μία επιστολή προς τον δάσκαλό του: «Η πατρίδα μου ξεσηκώνεται. Προσωπικά θα προτιμούσα να τη δω να ξανακάθεται.»

Στις 31 Αυγούστου εγκατέλειψε το σπίτι του και επιβιβάστηκε στο τρένο, με προορισμό το Παρίσι. Εξαιτίας της αδυναμίας του να καλύψει οικονομικά το αντίτιμο του εισιτηρίου, είχε προμηθευτεί ένα για τη συντομότερη διαδρομή μέχρι το Σαιν Κεντέν, ταξιδεύοντας στο υπόλοιπο της διαδρομής κρυφά. Κατά την άφιξή του στο Παρίσι, έγινε αντιληπτός από την αστυνομία, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να φυλακιστεί.

Χάρη σε ένα γράμμα που απέστειλε στον Ιζαμπάρ, ζητώντας τη βοήθειά του, οι αρχές τον έστειλαν σε εκείνον και φιλοξενήθηκε στο σπίτι της οικογένειάς του στο Ντουαί. Παρέμεινε εκεί για περίπου τρεις εβδομάδες, εργαζόμενος ως δημοσιογράφος της εφημερίδας Liberal du Nord, της οποίας ήταν εκδότης ο Ιζαμπάρ. Αρνούμενος αρχικά να επιστρέψει στη μητέρα του, η οποία σε αλληλογραφία με τον Ιζαμπάρ τον κατηγορούσε για τη φυγή του γιου της, επέστρεψε τελικά στη Σαρλβίλ, στις 27 Σεπτεμβρίου, με συνοδό τον Ιζαμπάρ.

Τα καινούργια του ποιήματα ήταν εμπνευσμένα από τις πρόσφατες εμπειρίες του και επιθυμούσε να εκδοθούν με τη βοήθεια του Πωλ Ντεμενύ, τον οποίο είχε γνωρίσει στο Ντουαί και ήταν συνιδιοκτήτης εκδοτικού οίκου στο Παρίσι. Μία εβδομάδα μετά την επιστροφή του, ο Ρεμπώ εγκατέλειψε ξανά τη Σαρλβίλ με προορισμό αυτή τη φορά τη βελγική πόλη Σαρλρουά, όπου αναζήτησε εργασία στην εφημερίδα Journal de Charleroi, χωρίς όμως επιτυχία.

Επόμενοι σταθμοί της περιπλάνησής του υπήρξαν το Φυμέ, το Βιρέ, οι Βρυξέλλες και τέλος το Ντουαί, όπου επισκέφτηκε εκ νέου το σπίτι του Ιζαμπάρ.

O Ρεμπώ επέστρεψε στο Παρίσι και θεωρείται πιθανό πως βρέθηκε εκεί στο αποκορύφωμα των γεγονότων της Κομμούνας, στα τέλη Απριλίου του 1871. Τρία ποιήματά του θεωρούνται επηρεασμένα από την Κομμούνα και πρόκειται για τα L’Orgie parisienne, Les Mains de Jeanne-Marie και Chant de guerre parisien.

Πιθανώς απογοητευμένος από τις αντίξοες εμπειρίες του, ο Ρεμπώ έστειλε στις 13 Μαΐου του 1871, από τη Σαρλβίλ, μία επιστολή στον Ιζαμπάρ που περιείχε επίσης το ποίημα Le Cœur volé («Κλεμμένη καρδιά»). Το γράμμα προκάλεσε την αντιπάθεια του πρώην δασκάλου του, που θα το χαρακτήριζε αργότερα ως «κακόηθες» στα απομνημονεύματά του. Δύο ημέρες αργότερα, έγραψε μία δεύτερη σημαντική μακροσκελή επιστολή στον Πωλ Ντεμενύ, γνωστή ως η «Επιστολή του προφήτη» (Lettre du voyant), μέσα στην οποία εξέθετε το ποιητικό του όραμα και τις αισθητικές του θεωρίες, αναφερόμενος στο ρόλο του ποιητή ως «προφήτη» και της ίδιας της ποίησης ως ένα μέσο που θα έπαυε να συμβαδίζει με την πραγματικότητα αλλά θα την ξεπερνούσε.
Κάτω από την πίεση της μητέρας του να βρει μία εργασία, ο Ρεμπώ προσπάθησε να ανακτήσει την επαφή του με το λογοτεχνικό κόσμο του Παρισιού, ελπίζοντας στην βοήθεια των παρνασσιστών. Την ίδια περίοδο, καθοριστική υπήρξε η γνωριμία του με τον Σαρλ Μπρετάν, ο οποίος είχε γνωρίσει παλαιότερα τον Πωλ Βερλαίν και προσφέρθηκε να του συστήσει τον νεαρό ποιητή. Ο Ρεμπώ, με τη σειρά του, έγραψε ένα οικείο και αυτοβιογραφικό γράμμα στον Βερλαίν, δηλώνοντας ένθερμος θαυμαστής του και τονίζοντας την επιθυμία του να εγκατασταθεί στο Παρίσι, εσωκλείοντας επίσης μερικά από τα ποιήματά του.

Ο Βερλαίν, εξίσου γοητευμένος από το έργο του Ρεμπώ, φρόντισε για την εγκατάσταση του στο σπίτι του ίδιου, συγκεντρώνοντας επίσης ένα χρηματικό ποσό για την κάλυψη των εξόδων του ταξιδιού του. Ο Ρεμπώ ενσωματώθηκε για ένα διάστημα στον κύκλο των παρνασσιστών, ενώ σε ολόκληρο το διάστημα της διαμονής του στο Παρίσι, προκαλούσε με τη συμπεριφορά του την λογοτεχνική ελίτ της εποχής, διάγοντας έκλυτο βίο. Ο ποιητής Λεόν Βαλάντ περιέγραψε την παρουσία του Ρεμπώ σε μία επιστολή του, στις 5 Οκτωβρίου του 1871, γράφοντας:

«Μεγάλα χέρια, μεγάλα πόδια, αληθινά παιδικό πρόσωπο που θα μπορούσε κάλλιστα να ανήκει σε δεκατριάχρονο, βαθυγάλανα μάτια, μάλλον άγρια παρά συνεσταλμένα – αυτός είναι ο νεαρός που με τη φαντασία του, τις εκπληκτικές δυνατότητες και την αχρειότητά του έχει συναρπάσει ή φοβίσει όλους τους φίλους μας.»Η ένδοξη πορεία του Ρεμπώ δεν είχε ωστόσο μεγάλη διάρκεια, κυρίως εξαιτίας της αντικοινωνικής και προκλητικής συμπεριφοράς του, που συνδύαζε δύο διαφορετικούς χαρακτήρες, του ομοφυλόφιλου και του αναρχικού, και οι δύο ιδιαίτερα απωθητικοί στη δεκαετία του 1870.

Τον Ιούλιο του 1872, ο Βερλαίν ταξίδεψε μαζί με τον Ρεμπώ, αρχικά στο Βέλγιο και κατόπιν στο Λονδίνο. Στην αγγλική πόλη, ο Ρεμπώ συνέθεσε μία σειρά πεζών ποιημάτων που αργότερα συγκρότησαν τη συλλογή Εκλάμψεις (Les Illuminations), η οποία ανήκει στα σημαντικότερα έργα του.

Τον Απρίλιο του 1873, επισκέφτηκε την οικογένειά του στη Σαρλβίλ. Στο αγρόκτημα της Ρος, ο Ρεμπώ ξεκίνησε να επιμελείται το πρώτο σχεδίασμα για το Μια εποχή στην κόλαση, το μοναδικό έργο που εξέδωσε ο ίδιος και το βιβλίο που επρόκειτο να του χαρίσει την αναγνώριση.

Το επόμενο διάστημα, επέστρεψε στο Λονδίνο και στην κοινή ζωή με τον Βερλαίν. Η προβληματική συμβίωση των δύο ποιητών οδήγησε σύντομα στη φυγή του Βερλαίν. Ο Ρεμπώ εγκαταστάθηκε εκ νέου στη Ρος, όπου ολοκλήρωσε το Μια εποχή στην κόλαση, έργο σε μεγάλο βαθμό εξομολογητικό.

Μέχρι το 1884, έτος δημοσίευσης του Les Poètes maudits (Οι καταραμένοι ποιητές) του Βερλαίν, δεν είχαν καταγραφεί αντιδράσεις ή κριτικές απέναντι στο βιβλίο, το οποίο παρέμενε στην αφάνεια.

Tους μήνες που ακολούθησαν την εκτύπωση του Μια Εποχή στην Κόλαση o Ρεμπώ έζησε στο Λονδίνο, όπου για ένα διάστημα συγκατοίκησε με τον ποιητή Ζερμαίν Νουβώ. Tην ίδια περίοδο αναζήτησε επίμονα εργασία ως δάσκαλος γαλλικών. Σύμφωνα με μία αγγελία στους Times, βεβαιώνεται πως ο Ρεμπώ εργάστηκε για ένα διάστημα ως δάσκαλος στη βιομηχανική πόλη του Ρήντιγκ, όπου θεωρείται επίσης πιθανό πως επεξεργάστηκε μέρος των Εκλάμψεων. Παρέμεινε εκεί για περίπου τρεις μήνες, πριν επιστρέψει στο σπίτι της μητέρας του, στις 29 Δεκεμβρίου 1874.

Ο Ρεμπώ αναζητούσε να ασχοληθεί με μία πρακτική εργασία, όπως το εμπόριο ή τη μηχανολογία. Παράλληλα, πίστευε πως η εκμάθηση χρήσιμων γλωσσών θα ήταν ένα επιπλέον εφόδιο και για το σκοπό αυτό ταξίδεψε στη Στουτγκάρδη, προκειμένου να εξοικειωθεί με τη γερμανική γλώσσα. Θεωρείται πιθανό πως φοίτησε σε κάποια σχολή της πόλης ή παρέδιδε μαθήματα γαλλικών κατ' οίκον. Στη Στουτγκάρδη, ο Ρεμπώ συνάντησε για τελευταία φορά τον Βερλαίν, στον οποίο παρέδωσε τα ποιήματα που συγκρότησαν αργότερα τις Εκλάμψεις.

Στα τέλη Απριλίου, εγκατέλειψε τη Γερμανία και ξεκίνησε μία νέα περίοδος περιπλάνησης, κατά την οποία ταξίδεψε στο Μιλάνο, στο Λιβόρνο (όπου εργάστηκε ως λιμενεργάτης) και στη Μασσαλία, όπου δηλώνοντας υποστηρικτής του Δον Κάρλος, έλαβε χρήματα από ένα στρατολογικό γραφείο των Καρλιστών και οδηγίες για να μεταβεί και να ενταχθεί στον αντάρτικο ισπανικό στρατό. Με τα χρήματα αυτά, ο Ρεμπώ επέστρεψε τελικά στο Παρίσι και αργότερα στη Σαρλβίλ, όπου συνέχισε να μελετά ξένες γλώσσες.

Η επιστολή του Ρεμπώ προς τον Πωλ Ντεμενύ, στις 15 Οκτωβρίου του 1871, συνιστά ένα από τα σημαντικότερα κείμενά του, με αντικείμενο το ρόλο της ποίησης, όπως τον αντιλαμβανόταν ο ίδιος. Σύμφωνα με τον Ρεμπό, ο αληθινός ποιητής αποτελούσε ένα είδος προφήτη, ικανό να διαμορφώσει μία νέα πραγματικότητα, εφευρίσκοντας το άγνωστο. Ως χρέος του, αντιλαμβανόταν τη γνωριμία με τον εαυτό του, την καλλιέργεια του μυαλού και της ψυχής του, ώστε τελικά να δημιουργήσει μία «οικουμενική γλώσσα».Ο ποιητής, κατά τον Ρεμπώ, θα γινόταν «προφήτης» μέσω μίας «μακράς, απέραντης και λελογισμένης απορρύθμισης όλων των αισθήσεων», υπονομεύοντας συστηματικά την καθιερωμένη και συμβατική λειτουργία τους.

Η διαδικασία αυτή συνδέθηκε στην περίπτωσή του, με τον τρόπο ζωής του και ειδικότερα με τη μετέπειτα χρήση ψυχοτρόπων ουσιών, που πιθανώς συνέβαλαν στο παραισθησιακό ή παραληρηματικό ύφος ορισμένων ποιημάτων του. Στο ίδιο γράμμα, αναφερόταν συνοπτικά στην ιστορία της ποίησης, απορρίπτοντας μεγάλο μέρος της αλλά αναγνωρίζοντας τη συνεισφορά ποιητών όπως ο Σαρλ Μποντλαίρ, ο παρνασσιστής Αλμπέρ Μερά καθώς και ο Βερλαίν.

Υπήρξε ένας από τους πρώτους μοντέρνους ποιητές που επιδίωξαν να εγκαταλείψουν τους περιορισμούς του κλασικού μέτρου, που κυριαρχούσε στη γαλλική ποίηση, προτείνοντας την κατάργηση του αλεξανδρινού στίχου και αφήνοντας τα «οράματά» του να διαμορφώσουν τις νέες ελεύθερες φόρμες που θα ακολουθούσε. Επιχείρησε να απαλλάξει την ποίησή του από τους περιορισμούς της πραγματικότητας, συνδέοντας συχνά στον ποιητικό του λόγο αντίθετα ή απομακρυσμένα στοιχεία και χρησιμοποιώντας ελεύθερους συνειρμούς, στοιχεία που υπήρξαν αργότερα σημεία επαφής του με τον υπερρεαλισμό.

Το 1870 δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά ποιήματα του Ρεμπώ, με τη συγκατάθεσή του. Επρόκειτο για τα Les Étrennes des orphelins και Trois baisers (ή Première soirée) που παρουσιάστηκαν στα περιοδικά La Revue pour tous και La Charge αντίστοιχα. Το Μια Εποχή στην Κόλαση υπήρξε το μοναδικό του βιβλίο που εκδόθηκε κατόπιν επιθυμίας και ενεργειών του ίδιου, γραμμένο από τον Απρίλιο μέχρι τον Αύγουστο του 1873. Η εκτύπωση του χρηματοδοτήθηκε από τη μητέρα του και ολοκληρώθηκε περίπου στα τέλη Οκτωβρίου του ίδιου έτους, στο τυπογραφείο της επιχείρησης του Ζακ Πόουτ, στις Βρυξέλλες.

Σημαντικό μέρος των ποιημάτων του δημοσιεύτηκε ενόσω ήταν εν ζωή, ωστόσο χωρίς να έχει δώσει ο ίδιος τη συγκατάθεσή του. Το έργο του ξεκίνησε να αναγνωρίζεται και να εκδίδεται την περίοδο που ο Ρεμπώ είχε ήδη εγκαταλείψει τη λογοτεχνία και ειδικότερα στο διάστημα της παραμονής του στην Αφρική.

Από το Νοέμβριο του 1886, ποιήματά του άρχισαν να εμφανίζονται σε περιοδικές εκδόσεις, ενώ για ένα διάστημα αποδόθηκαν στον Ρεμπώ και αρκετά πλαστά έργα. Οι Εκλάμψεις εκδόθηκαν για πρώτη φορά τον ίδιο χρόνο, στην επιθεώρηση La Vogue, χάρη σε ενέργειες του Βερλαίν και του Νουβώ. Δεν είναι γνωστό αν ο ίδιος επιθυμούσε τη δημοσίευσή τους, ούτε ακόμα αν τα ποιήματα που εκδόθηκαν συγκροτούσαν το πλήρες έργο, ωστόσο θεωρείται πως αυτά που περιέχονταν στη συλλογή είχαν γραφτεί πράγματι ως ένα ενιαίο σύνολο.

Το 1892, επανεκδόθηκαν τα δύο κυριότερα έργα του, Μια Εποχή στην Κόλαση και Εκλάμψεις, ενώ το 1895 ακολούθησε η έκδοση της συλλογής Poésies Complètes που περιείχε ποιήματα του Ρεμπώ γραμμένα μέχρι το 1873.

Σχεδόν το σύνολο του έργου του εκδόθηκε πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, με λίγες εξαιρέσεις. Δεν είναι γνωστό αν ο Ρεμπώ προμηθεύτηκε κάποιες από τις εκδόσεις των έργων του αλλά βεβαιωμένα γνώριζε για την ολοένα μεγαλύτερη αναγνώρισή του, καθώς το 1885 έλαβε μία επιστολή από τον εκδότη του λογοτεχνικού περιοδικού La France moderne, ο οποίος ζητούσε τη συνεργασία του με το περιοδικό, χαρακτηρίζοντας τον Ρεμπώ «ηγέτη της σχολής της παρακμής».

Η σειρά με την οποία γράφτηκαν οι Εκλάμψεις και το Μια Εποχή στην Κόλαση αποτελεί αντικείμενο διαφωνιών, καθώς οι μελετητές του έργου του Ρεμπώ δεν έχουν καταλήξει αν τα ποιήματα των Εκλάμψεων, ή μέρος τους, ολοκληρώθηκαν μετά το Μια Εποχή στην Κόλαση.

Τα πρώτα πεζά ποιήματα του Ρεμπώ χρονολογούνται το 1871-72, γεγονός που καθιστά, με μεγάλη πιθανότητα, τα πρώτα σχεδιάσματα για τις Εκλάμψεις προγενέστερα. Επιπλέον, το τελευταίο μέρος του Μια Εποχή στην Κόλαση, με τίτλο Αποχαιρετισμός (γαλλ. Adieu), ερμηνεύεται από ορισμένους μελετητές ως ο τελικός αποχαιρετισμός του συγγραφέα στην ίδια την ποίηση.

Σύμφωνα ωστόσο με το εισαγωγικό σημείωμα του Πωλ Βερλαίν για την πρώτη έκδοσή τους του 1886, οι Εκλάμψεις γράφτηκαν την περίοδο 1873-75, κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του Ρεμπώ στο Βέλγιο, την Αγγλία και τη Γερμανία.

Επιπλέον, γραφολογική μελέτη των χειρογράφων από τον Ανρί ντε Μπουγιάν ντε Λακόστ, έδειξε ότι τμήμα των Εκλάμψεων φέρει το γραφικό χαρακτήρα του ποιητή Ζερμαίν Νουβώ, με τον οποίο όμως έζησε ο Ρεμπώ μετά το 1874. Αν και γενικά υπάρχει συμφωνία πως τα χειρόγραφα των Εκλάμψεων είναι μεταγενέστερα, δεν είναι από όλους παραδεκτό πως πράγματι η σύνθεσή τους χρονολογείται επίσης μετά το Μια Εποχή στην Κόλαση. Από την άλλη πλευρά, δεν θεωρείται πιθανό πως ο Ρεμπώ θα αφιέρωνε χρόνο στην αντιγραφή και πιθανά στη βελτίωση των ποιημάτων.

Μέχρι το θάνατό του, ο Ρεμπώ ήταν γνωστός σε έναν περιορισμένο λογοτεχνικό κύκλο της αβάν-γκαρντ. Αρκετοί ποιητές του 20ου αιώνα επηρεάστηκαν από το έργο του, και ειδικότερα από την ελεύθερη φόρμα της ποίησής του, σε τέτοιο βαθμό ώστε να θεωρείται ένας από τους «πατέρες» του μοντερνισμού.

Σημαντική επιρροή άσκησε στους Γάλλους υπερρεαλιστές, με τον Αντρέ Μπρετόν να τον ονομάζει «σουρρεαλιστή στην πρακτική της ζωής και αλλού», ενώ συχνά αναφέρεται και ως επιρροή των συγγραφέων της μπητ γενιάς. Ο Αμερικανός συγγραφέας Χένρυ Μίλλερ, εξέφρασε το δικό του θαυμασμό για το έργο και την προσωπικότητα του Ρεμπώ, στο βιβλίο του Ο Καιρός των Δολοφόνων (1956).

Τόσο το λογοτεχνικό του έργο, όσο και και η περιπετειώδης ζωή του, διαμόρφωσαν την εικόνα ενός επαναστατικού καλλιτέχνη ή όπως τον αποκάλεσε ο Αλμπέρ Καμύ, ενός «ποιητή της εξέγερσης», αποτελώντας είδωλο των φοιτητών του Μάη του '68, διανοούμενων μουσικών ή ακόμα του κινήματος των ομοφυλόφιλων, εισάγοντας τα ρομαντικά ιδεώδη στον 20ο αιώνα

Η ποίηση και σεξουαλική αντισυμβατικότητα του Ρεμπώ ενέπνευσαν διάσημους καλλιτέχνες όπως ο Τζιμ Μόρισον, ο Μπομπ Ντίλαν, ο Τζον Λένον και η Πάτι Σμιθ. Η σχέση Ρεμπώ και Βερλέν μεταφέρθηκε το 1995 στη μεγάλη οθόνη με την ταινία Καταραμένη σχέση (Total eclipse), σε σκηνοθεσία Ανιέσκα Χόλαντ και πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο Ντι Κάπριο.

Στη μουσική, ο Μπέντζαμιν Μπρίτεν μελοποίησε τμήμα των Εκλάμψεων (έργο 18, 1939) σε ένα σύνολο τραγουδιών για σοπράνο ή τενόρο.

Στον ελληνικό χώρο, οι Τρύπες μελοποίησαν το ποίημα Μια Εποχή Στην Κόλαση στο δίσκο τους «Υπέροχο Τίποτα», ενώ ο Θάνος Μικρούτσικος ολοκλήρωσε το 1987 την όπερα «Μια εποχή στην κόλαση» όπου απαγγέλλει ο Γιώργος Κιμούλης με έντονα στοιχεία δραματικότητας, λυρικότητας και σαρκασμού.

Πηγή: Βικιπαίδεια