τον αφαλό και με πίνει
σ' ένα δωμάτιο σκοτεινό, Τετάρτη
και βγαίνω διάφανος, διάσημος, λαλίστατος
αφήνοντας πίσω
με τα ρούχα και τις ημέρες
σωρό στο πάτωμα,
τα χρώματά μου να θορυβούν με πάταγο
ησυχάστε χρώματα: έρχονται οι λέξεις
μαύρες ελιές μες στο ζυμάρι, για να μας πάρουν μόνους
στα υπερώα τα ομιλητικά
Ποίημα προερχόμενο από τον τόμο «Ανθολογία νεότερης ελληνικής
ποίησης 1980-1997 / Οι στιγμές του νόστου», Νεφέλη 1998