Ενώ το πρόσωπο αχνό
πώς διαγράφεται ξεχωριστό
στα τόσα περιγράμματα,
που ανάμεσά τους
μία σκιά σαν έφιππη
χτυπάει σαν χρόνος.
Σιγά σιγά γεμίζει και το σώμα,
που ωστόσο υπολείπεται
μέσα στα πράγματα,
αφού στα ξαφνικά
τι ύψος που παίρνουν τα τραπέζια,
πόσο μακριά ανεβαίνουν οι θόλοι,
το Αλφα μόνο και το Ωμέγα
τον κοιτούν σαν μάτια.
Τις επιφάνειες όλες
τις ρυμουλκεί η ίδια η σκόνη.
Χαράδρες ανοίγουν με βουή από κάτω
και το νερό ανεβαίνει μέχρι τους θόλους.
Πρόσωπο αχνό
μα και θαμπό μες στα νερά,
από ψηλά τα γράμματα
σχοινί σού ρίχνουν να σε σώσουν.
Από μιαν άνωση της γλώσσας
είναι που δεν πνίγηκες ακόμα.
Ποίημα από το λεύκωμα «Τα σχέδια της ποίησης: από μιαν άνωση της γλώσσας», Πολύεδρο 2009
πώς διαγράφεται ξεχωριστό
στα τόσα περιγράμματα,
που ανάμεσά τους
μία σκιά σαν έφιππη
χτυπάει σαν χρόνος.
Σιγά σιγά γεμίζει και το σώμα,
που ωστόσο υπολείπεται
μέσα στα πράγματα,
αφού στα ξαφνικά
τι ύψος που παίρνουν τα τραπέζια,
πόσο μακριά ανεβαίνουν οι θόλοι,
το Αλφα μόνο και το Ωμέγα
τον κοιτούν σαν μάτια.
Τις επιφάνειες όλες
τις ρυμουλκεί η ίδια η σκόνη.
Χαράδρες ανοίγουν με βουή από κάτω
και το νερό ανεβαίνει μέχρι τους θόλους.
Πρόσωπο αχνό
μα και θαμπό μες στα νερά,
από ψηλά τα γράμματα
σχοινί σού ρίχνουν να σε σώσουν.
Από μιαν άνωση της γλώσσας
είναι που δεν πνίγηκες ακόμα.
Ποίημα από το λεύκωμα «Τα σχέδια της ποίησης: από μιαν άνωση της γλώσσας», Πολύεδρο 2009