IV
Δυό φύσεις αντίθετες μοιάζουν να εξαρτώνται
η μία από την άλλη, όπως ο άνδρας εξαρτάται
απ' τη γυναίκα, η μέρα από τη νύχτα, το φανταστικό
απ' το πραγματικό. Αυτή είναι η προέλευση της αλλαγής.
Ανοιξη και χειμώνας, συμβαλλόμενοι ψυχροί, σμίγουν
και τα καθέκαστα της μέθης ξεπηδούν.
Η μουσική εμποτίζει τη σιωπή σαν ένα πάθος,
σαν μια συγκίνηση που δεν καταλαβαίνουμε.
Πρωί κι απόγευμα θηλυκώνουν
κι ο Βορράς κι ο Νότος είναι σύμφυτα
κι ο ήλιος κι η βροχή πληθυντικός, σαν δύο εραστές
που απομακρύνονται ενωμένοι μέσα στο πιο πράσινο σώμα.
Στη μοναξιά οι σάλπιγγες της μοναξιάς
δεν ψάλλουν κάποιαν άλλη μοναξιά˙
ένα μικρό έγχορδο αντηχεί πλήθος φωνές.
Ο κοινωνός γίνεται κοινωνός αυτού που τον αλλάζει.
Το παιδί που αγγίζει ανατρέφεται από το αντικείμενο,
το σώμα που αγγίζει. Ο πλοίαρχος κι οι άντρες του
είναι ένα κι ο ναύτης κι η θάλασσα είναι ένα.
Αναζήτησέ τους, ω σύντροφέ μου, όμοιέ μου, εαυτέ μου,
κόρη που με παρηγορείς, αδελφέ μου που μ' ευφραίνεις.
Ποίημα από τον τόμο «Σημειώσεις για έναν υπέρτατο μύθο»,
απόδ.-υπομν.-σημ.: Στάθης Καββαδάς, επίμ.: Harold Bloom, Εστία 1994