Η ΑΡΧΗ
Στην αρχή τον προώθησαν
με όπλα και χρήμα κι εξουσία.
Μετά, σαν δεν τους έκανε,
σαν τον φοβήθηκαν που κρατάει ακόμη,
τον είπαν δαίμονα,
τον είπαν δαιδαλώδη
-πως δεν μπορούνε τάχα μέσα του
βαθιά να δουν.
Κι αυτός ρωτά: μα ήμουν ο βυθός τους;
ΙΙ
Η ΜΕΣΗ
Τον παρακολουθούν με φόβο
μέσα στο θέρος ν’ ανεβάζει ποσοστά,
με τελεσίδικη ωραιότητα
να περιβάλλει τις ελλείψεις,
για πάθος όμορφο να θεωρείται
που όλο συστρέφεται σε αγωνία,
τα γεγονότα να εκμεταλλεύεται
να τα προσθαφαιρεί υπέρ του.
Κι αυτοί κρυφά αποφαίνονται:
μα τόσο καλός που έγινε
πια δεν τον θέλουμε στην εξουσία.
ΙΙΙ
ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Κοίτα πώς του αφαίρεσαν τα πάντα:
και όπλα
και χρήμα
κι εξουσία.
Κοίτα το γεγονός πώς καταρρίπτεται
γκρεμοτσακίζεται μαζί
κι ο αποδιοπομπαίος χρόνος του
χέρι με χέρι.
Σε τέτοια πτώση, λες,
δεν θ’ άρμοζε μια μουσική
σαν ρέκβιεμ της Ιστορίας,
μα ένα γλυκό adagio
που ενίοτε σαλπίζει,
σαν κάτι δηλαδή που θα ’φερνε
προς μία τάχα στέρεη και δυνατή
δομή της εξουσίας.
Πόση ειρωνεία φίλε μου
εν έτει δύο χιλιάδες τρία!