Ένα βιβλίο που δίνει ένα δυνατό μήνυμα αποδοχής της διαφορετικότητας.
Ένα περίεργο πλασματάκι, το «Κάτι Άλλο» ζούσε μοναχικά σε ένα λόφο, καθώς κανείς δεν έπαιζε μαζί του και κανείς δεν του έκανε παρέα. Ήταν τριχωτό και περίεργο. Δεν έμοιαζε με τα υπόλοιπα ζώα. «Δεν είσαι σαν κι εμάς, είσαι κάτι άλλο» του έλεγαν όλοι, παρόλο που έκανε ό,τι μπορούσε για να τους μοιάσει. Μια μέρα το «Κάτι άλλο» δέχτηκε μια αναπάντεχη επίσκεψη από το «Κατιτί», ένα εξίσου περίεργο, αλλά διαφορετικό πλασματάκι. Αυτό είχε μια μεγάλη και σουβλερή μύτη και τα χέρια του ήταν σαν πατούσες. Το «Κάτι Άλλο» το κοίταξε μπερδεμένο και καχύποπτο και του έκλεισε την πόρτα λέγοντας «Νομίζω πως ήρθες σε λάθος σπίτι… δε μοιάζεις με τίποτα απ’ όσα έχω δει».
Κάθησε για λίγο σκεπτικό και καθώς το «Κατιτί» απομακρυνόταν λυπημένο, το «Κάτι Άλλο» έτρεξε ξωπίσω του και του είπε «Δεν είσαι σαν κι εμένα, αλλά δε με νοιάζει καθόλου» και το προσκάλεσε να μείνει μαζί του. Το δυο παράξενα πλασματάκια έγιναν αχώριστοι φίλοι κι όταν ένα τρίτο αλλιώτικο πλασματάκι, αυτή τη φορά ένα παιδί, τούς χτύπησε την πόρτα, «δεν είπαν ότι δεν τους έμοιαζε..απλά.. του έκαναν χώρο να κάτσει κι αυτό μαζί τους».
Με ιδιαίτερη ευαισθησία η εικονογραφημένη αυτή ιστορία μάς διδάσκει πως είμαστε όλοι διαφορετικοί μεταξύ μας, αλλά ξεπερνώντας την αρχική έκπληξη μπορούμε να γίνουμε φίλοι.
Ένα περίεργο πλασματάκι, το «Κάτι Άλλο» ζούσε μοναχικά σε ένα λόφο, καθώς κανείς δεν έπαιζε μαζί του και κανείς δεν του έκανε παρέα. Ήταν τριχωτό και περίεργο. Δεν έμοιαζε με τα υπόλοιπα ζώα. «Δεν είσαι σαν κι εμάς, είσαι κάτι άλλο» του έλεγαν όλοι, παρόλο που έκανε ό,τι μπορούσε για να τους μοιάσει. Μια μέρα το «Κάτι άλλο» δέχτηκε μια αναπάντεχη επίσκεψη από το «Κατιτί», ένα εξίσου περίεργο, αλλά διαφορετικό πλασματάκι. Αυτό είχε μια μεγάλη και σουβλερή μύτη και τα χέρια του ήταν σαν πατούσες. Το «Κάτι Άλλο» το κοίταξε μπερδεμένο και καχύποπτο και του έκλεισε την πόρτα λέγοντας «Νομίζω πως ήρθες σε λάθος σπίτι… δε μοιάζεις με τίποτα απ’ όσα έχω δει».
Κάθησε για λίγο σκεπτικό και καθώς το «Κατιτί» απομακρυνόταν λυπημένο, το «Κάτι Άλλο» έτρεξε ξωπίσω του και του είπε «Δεν είσαι σαν κι εμένα, αλλά δε με νοιάζει καθόλου» και το προσκάλεσε να μείνει μαζί του. Το δυο παράξενα πλασματάκια έγιναν αχώριστοι φίλοι κι όταν ένα τρίτο αλλιώτικο πλασματάκι, αυτή τη φορά ένα παιδί, τούς χτύπησε την πόρτα, «δεν είπαν ότι δεν τους έμοιαζε..απλά.. του έκαναν χώρο να κάτσει κι αυτό μαζί τους».
Με ιδιαίτερη ευαισθησία η εικονογραφημένη αυτή ιστορία μάς διδάσκει πως είμαστε όλοι διαφορετικοί μεταξύ μας, αλλά ξεπερνώντας την αρχική έκπληξη μπορούμε να γίνουμε φίλοι.