Ο Αυστριακός εικαστικός Έγκον Σίλε, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους φιγούρας και πορτρέτων του 20ου αιώνα. Σε ηλικία 15 ετών, ο πατέρας του πέθανε από σύφιλη και ανέλαβε την κηδεμονία του ο θείος της μητέρας του. Από τα παιδικά του χρόνια αναγνωρίστηκε το πάθος και η κλίση του στην τέχνη. Πριν την ηλικία των 20 και ενώ σπούδαζε στην Ακαδημία Τεχνών στη Βιέννη, στάλθηκε από τους καθηγητές του σε μια πιο παραδοσιακή σχολή. Εκεί σπούδασε ζωγραφική και σχέδιο αλλά τον ενοχλούσε η υπερβολική αυστηρότητα και οι συντηρητικοί κανόνες που ακολουθούνταν απαράκλητα.
Η εικαστική πρόταση του Σίλε είναι αξιοπρόσεκτη για την ένταση την οποία προβάλλει και για τις πολλές αυτοπροσωπογραφίες που παρήγαγε. Τα παραμορφωμένα κορμιά και οι χαρακτηριστικές του πινελιές σημάδεψαν τον καλλιτέχνη ως προπομπό του Εξπρεσιονισμού, παρότι το όνομα του συνδυάστηκε κυρίως με το κίνημα Αρ Νουβό.
Τελειώνοντας την Ακαδημία το 1909 και απελευθερωμένος από το συντηρητισμό της, ο Σίλε ξεκίνησε να εξερευνά όχι μόνο το ανθρώπινο σώμα αλλά και την ανθρώπινη σεξουαλικότητα. Τα έργα του θεωρήθηκαν ενοχλητικά. Μερικοί ακόμα και σήμερα θεωρούν τη δουλειά του αποτρόπαια, ερωτική, πορνογραφική, ενοχλητική, βασισμένη στο σεξ, το θάνατο και την εξερεύνηση. Επικεντρώνεται στο θέμα της ανθρώπινης μορφής και ιδιαίτερα στην προσωπική του ψυχολογική ενδοσκόπηση, αφού φιλοτεχνεί 40 αυτοπροσωπογραφίες . Ακόμα και σε μια επιφανειακή και συνοπτική θεώρηση, είναι προφανές ότι ο καλλιτέχνης δεν ενδιαφέρεται να πετύχει μια αληθοφανή εικόνα, αλλά θέλει να εκφραστεί μέσα από μια επική διάσταση, που τον κάνει να φαντάζει σαν ήρωας αρχαίας τραγωδίας ή, καλύτερα, σαν αντιήρωας, όπως αυτός θα επιθυμούσε.
Η εικαστική πρόταση του Σίλε είναι αξιοπρόσεκτη για την ένταση την οποία προβάλλει και για τις πολλές αυτοπροσωπογραφίες που παρήγαγε. Τα παραμορφωμένα κορμιά και οι χαρακτηριστικές του πινελιές σημάδεψαν τον καλλιτέχνη ως προπομπό του Εξπρεσιονισμού, παρότι το όνομα του συνδυάστηκε κυρίως με το κίνημα Αρ Νουβό.
Τελειώνοντας την Ακαδημία το 1909 και απελευθερωμένος από το συντηρητισμό της, ο Σίλε ξεκίνησε να εξερευνά όχι μόνο το ανθρώπινο σώμα αλλά και την ανθρώπινη σεξουαλικότητα. Τα έργα του θεωρήθηκαν ενοχλητικά. Μερικοί ακόμα και σήμερα θεωρούν τη δουλειά του αποτρόπαια, ερωτική, πορνογραφική, ενοχλητική, βασισμένη στο σεξ, το θάνατο και την εξερεύνηση. Επικεντρώνεται στο θέμα της ανθρώπινης μορφής και ιδιαίτερα στην προσωπική του ψυχολογική ενδοσκόπηση, αφού φιλοτεχνεί 40 αυτοπροσωπογραφίες . Ακόμα και σε μια επιφανειακή και συνοπτική θεώρηση, είναι προφανές ότι ο καλλιτέχνης δεν ενδιαφέρεται να πετύχει μια αληθοφανή εικόνα, αλλά θέλει να εκφραστεί μέσα από μια επική διάσταση, που τον κάνει να φαντάζει σαν ήρωας αρχαίας τραγωδίας ή, καλύτερα, σαν αντιήρωας, όπως αυτός θα επιθυμούσε.
Μετά από μια περιπετειώδη και «άσωτη» ζωή και αφού συλλαμβάνεται και φυλακίζεται επειδή η δουλειά του θεωρείται πορνογραφική, παντρεύεται την Έντιθ. Στο έργο «Ο Θάνατος και η Κόρη» (1915), το σχέδιο του Σίλε γίνεται τραχύ και δύσκαμπτο . Τα χρώματα παίρνουν τόνους πιο ψυχρούς και μερικές φορές αλληλοσυγκρούονται σε αγχωτική ασυμφωνία. Παρόλο που στο έργο του πνευματικού του δασκάλου (Γκούσταβ Κλιμτ) διακρίνουμε μια ελπίδα ότι το κακό μπορεί να νικηθεί με τη δύναμη της αγάπης, στο Σίλε υπερισχύει η αδιαφορία και η πικρία. θα έλεγε κανείς ότι ο ζωγράφος απογοητευμένος από τα μηνύματα του πολέμου, είχε επίγνωση της σύντομης διάρκειας της καριέρας του και της ζωής του, αφού τελείωσε απροσδόκητα μόλις στα 28 του χρόνια εξαιτίας της επιδημίας της ισπανικής γρίπης, που τον εξόντωσε μαζί με τη γυναίκα του και το αγέννητο παιδί τους. Ο εναγκαλισμός του με την αγαπημένη του σύζυγο, στο έργο αυτό, προκαλεί ανησυχία και προετοιμάζει το θεατή για τον φοβερό επερχόμενο και αδιευκρίνιστο κίνδυνο. O ίδιος αποτελεί μια αποκρουστική προσωπογραφία του θανάτου, ενώ η σύντροφός του μοιάζει να αφήνεται στην αγκαλιά του αβοήθητη και εντελώς αποστεωμένη.
Στις 27 Οκτωβρίου του 1918 η Έντιθ Σίλε, ο τελευταίος έρωτας κι ο μοναδικός του γάμος, έφυγε από τη
ζωή, σε κατάσταση προχωρημένης εγκυμοσύνης. Ένα θύμα μέσα στα εκατομμύρια της γρίπης που θέριζε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ο Σίλε πήρε την ετοιμοθάνατη γυναίκα του στα χέρια, όλη τη νύχτα την κρατούσε αγκαλιά. Σε μια κίνηση απελπισίας, για να συλλάβει το εξασθενημένο πνεύμα της, τη ζωγράφισε έτσι, εγκαταλελειμμένη στο μαξιλάρι. Ύστερα, έβαλε ένα κομμάτι χαρτί κι ένα μολύβι στα χέρια της κι εκείνη, στην έσχατη έκλαμψη, έγραψε ένα τραγικό αλλά ιδιαίτερα ερωτικό γράμμα σε κείνον. Στις οκτώ το πρωί, η Έντιθ πέθανε. Ο Σίλε ήδη είχε κολλήσει τον ιό της γρίπης και του ήταν αδύνατο να σταθεί στα πόδια του. Τέσσερις μέρες αργότερα, ενώ η επικήδειος πομπή της Έντιθ περνούσε έξω από το παράθυρό του, ο Σίλε βρισκόταν στο δωμάτιο, αδύναμος και ετοιμοθάνατος. Πέθανε τη νύχτα της 31ης Οκτωβρίου προς 1η Νοεμβρίου, στη μία το πρωί. Τα τελευταία του λόγια ήταν «ο πόλεμος τελείωσε και πρέπει να φύγω».