θα ονειρευτώ μια πόρτα δίχως τοίχους
κι απ’ όπου θέλω εγώ θα την περάσω
ενώ ένα μάτι αγριεμένο θα κοιτάζει
Ξύλο γδαρμένο,
το χρώμα σε σημεία ξεφτισμένο,
θε να βαστά αυτή τους δρόμους όλους
και πίσω της κι εμπρός της
Καιρό άμα σηκώσει
πάνω της το κορμί μου θα γαντζώσω
τόσο που σα μαρμάρινο να μοιάζει
να μη γνωρίζω αν έφτασα ή αν αρχίζω
Με το πρώτο σκοτάδι που θα πέσει
και πριν οι τοίχοι να υψωθούν προλάβουν
θα ονειρευτώ μια πόρτα μες στο δρόμο
που αλλιώς θα 'πρεπε μόνη να αλλάξω
Από την ποιητική συλλογή: Αν(ων)υμα, Εκδόσεις Δωδώνη