Σύμβολα εμείναμε καιρών που απάνω μας βαραίνουν, άλυτοι γρίφοι που μιλούν μονάχα στον εαυτό τους, τάφοι που πάντα με ανοιχτή χρονολογία προσμένουν, γράμματα που δεν έφτασαν ποτέ στον προορισμό τους.
Ο Κώστας Καρυωτάκης, δευτερότοκος γιος του Γεωργίου Καρυωτάκη και της Αικατερίνης Σκαγιάννη, γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη. Λόγω της εργασίας του πατέρα, η οικογένεια μαζί με τα τρία της παιδιά, αναγκαζόταν να αλλάζει συνεχώς τόπο διαμονής, κι έτσι ο μικρός Κώστας έζησε κατά διαστήματα στο Αργοστόλι, τη Λευκάδα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα, την Αθήνα και τα Χανιά.
Από πολύ μικρός άρχισε να ασχολείται με την ποίηση και το 1912 άρχισε να δημοσιεύει ποιήματά του στα περιοδικά «Ελλάς», «Παρνασσός», κ.ά. Ένα χρόνο μετά μετακόμισε στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1917. Την ίδια περίοδο γράφτηκε και στη Φιλοσοφική Σχολή αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Αφού προσπάθησε μάταια να σταδιοδρομήσει ως δικηγόρος, διορίστηκε υπουργικός γραμματέας Α στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης και στη συνέχεια, αφού πήρε απαλλαγή από το στρατό για λόγους υγείας, βρέθηκε να εργάζεται στη Νομαρχία της Σύρου.
Έκτοτε μετατέθηκε αρκετές φορές μέχρι που τον Ιούνιο του 1828 κατέληξε να υπηρετεί στην Πρέβεζα. Καθ’ όλη τη διάρκεια της δημοσιοϋπαλληλικής του καριέρας, ο Καρυωτάκης ένιωθε να πνίγεται και να μαραζώνει, γεγονός που φαίνεται και από διάφορες επιστολές που έγραφε προς διάφορους φίλους και συγγενείς, αλλά κι από τα ποιήματά του, όπως «Οι δημόσιοι υπάλληλοι», όπου περιγράφει τη ζωή τους και βέβαια τη ζωή του:
Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία. (Ηλεκτρολόγοι θα’ναι η Πολιτεία κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.)
Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία. «Συν τη παρούση αλληλογραφία έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.
Και μοναχά η τιμή τούς απομένει, όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους, το βράδυ στις οκτώ, σαν κουρνιασμένοι.
Παίρνουν κάστανα, σκέπτονται νόμους, σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους ώμους σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.
Το μόνο που του έδινε χαρά ήταν η ενασχόλησή του με την ποίηση με την οποία δεν έπαψε να ασχολείται όλα αυτά τα χρόνια. «Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων» ήταν ο τίτλος της πρώτης του ποιητικής συλλογής που κυκλοφόρησε το 1919. Όμως η κριτική τον αγνόησε, με εξαίρεση ίσως μια κολακευτική επιστολή που του έγραψε ο Κωστής Παλαμάς. Την ίδια χρονιά ο Καρυωτάκης μαζί με τον φίλο του Άγη Λεβέντη ασχολήθηκαν με την έκδοση του σατυρικού περιοδικού «Η Γάμπα», το οποίο αν και είχε επιτυχία δεν συνέχισε την κυκλοφορία του επειδή η αστυνομία απαγόρεψε την έκδοσή της.
Δυο χρόνια αργότερα, το 1921, ο Καρυωτάκης κυκλοφόρησε τη δεύτερη ποιητική του συλλογή με τον τίτλο «Νηπενθή» και υπότιτλο «Ποιήματα βραβευμένα στο Φιλαδέλφειο διαγωνισμό». Και πάλι η αντίδραση των κριτικών δεν είναι αξιοσημείωτη. Εκείνη την περίοδο γνωρίζεται με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, δυο χρόνια αργότερα ταξιδεύει στην Ιταλία και στη Γερμανία και συνδέεται με τον ποιητή Τέλλο Άγρα, μέσα από τα λόγια του οποίου αναδύεται η εικόνα του Καρυωτάκη αλλά και η πικρία που ένιωθε ο ποιητής: «Ήταν μάλλον κοντόσωμος, του έλειπε κάποιος αέρας, κάποια άνεση? τα μάτια του έπαιζαν ανήσυχα και άστατα. Το στόμα και το πηγούνι ήσαν χαρακτηριστικά βαρυθυμίας. Μα κατά τα λοιπά, σχεδόν τίποτε πάνω δεν έδειχνε κάτι το ιδιόρρυθμο ή το αποκαλυπτικό. Όσο για την ομιλία του, ήταν από τις λίγες τίμιες, στρωτές ομιλίες: ανεπιτήδευτη, κανονική, διαφωτιστική- και απλή. Το γέλιο του, μόνον αυτό δεν ήταν τόσον απλό. Ο Καρυωτάκης γελούσε συχνά ? μα παράξενο πράγμα! Ακριβώς αυτό το χαμόγελο ήταν το μόνο που φανέρωνε όλη του την πικρία! Χαμογελούσε, μπορεί να πει κανείς, μόνο με το μισό του πρόσωπο. Τ’άλλο μισό έμενε όπως ήταν πριν. Κ’ έτσι, η φυσιογνωμία του γινόταν, θαρρείς, ακανόνιστη, διχασμένη, δισυπόστατη. Και εκατέβαζεν αμέσως τα μάτια κάτω, σα νάκανε αμαρτία…»
Τον Δεκέμβριο του 1927 ο Καρυωτάκης κυκλοφόρησε την τελευταία του ποιητική συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες», ενώ στη συνέχει έγραψε και τις «Τρεις μεγάλες χαρές». Όλα αυτά τα χρόνια ο Καρυωτάκης δεν κατάφερε να νιώσει ευτυχισμένος από τη ζωή του και τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα από τη στιγμή που μετατέθηκε στην Πρέβεζα. Το μαρτυράει και το γνωστότερο από τα ποιήματά του, «Πρέβεζα»:
Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται Στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια, Θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται Καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους, ο ελαιώνας , γύρω η θάλασσα, κι ακόμη ο ήλιος, θάνατος μέσα στους θανάτους.
Τώρα πια δεν την άντεχε τη ζωή του κι αποφάσισε να δώσει τέλος. Άλλωστε η ιδέα της αυτοχειρίας ήταν κάτι που έπρεπε να τον απασχολεί αρκετό καιρό, τουλάχιστον ως θέμα στην ποίησή του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το ποίημα «Ιδανικοί αυτόχειρες» :
Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους, διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν για τελευταία φορά τα βήματά τους.
Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία. Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων, τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία των ουρανών, η ερημία των τόπων.
Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση, τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε, τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.
Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα, ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος, «όλα τελειώνουν’ ψιθυρίζουν «τώρα», πως θ’ αναβάλλουν βέβαιοι κατά βάθος.
Την πρώτη απόπειρα αυτοκτονίας την έκανε στις 20 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, πέφτοντας γυμνός στη θάλασσα. Για δέκα ώρες αγωνιζόταν να πνιγεί. Ήταν πολύ καλός κολυμβητής και δεν τα κατάφερε. Την επόμενη μέρα όμως βρήκε έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο: αγόρασε ένα πιστόλι και το ίδιο απόγευμα σημάδεψε την καρδιά του. Δεν αστόχησε. Ο Κώστας Καρυωτάκης αυτοκτόνησε αφήνοντας στην κοινωνία την Πρέβεζας παρακαταθήκη ένα σημείωμα που βρέθηκε στην τσέπη του: «…Κάθε πραγματικότης μου είναι αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο, σαν ήρθε, τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους κι εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές…είμαι έτοιμος τώρα για ένα ατιμωτικό θάνατο».
Ο Κώστας Καρυωτάκης επέλεξε να φύγει νέος, χωρίς να φαντάζεται τον αντίκτυπό της ποίησής του στη νεοελληνική λογοτεχνία. Ούτε και οι σύγχρονοι του κριτικοί της ποίησης την φαντάζονταν. Κι όμως πολλοί ήταν εκείνοι οι ποιητές που επηρεασμένοι από τον Καρυωτάκη και ίσως την αυτοκτονία του, μιμήθηκαν μετά μανίας την καρυωτακική ποίηση. Σήμερα, 83 χρόνια μετά το θάνατό του, η ποίηση του Καρυωτάκη εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο μελέτης και να γοητεύει.
πηγή: koyinta.gr