Άφησα την πρώτη συλλαβή
ατελή… τρεμάμενη… διχασμένη
μέσα στην παλάμη σου…
Άνθισε ποίημα...
Με πήρες κοριτσάκι ποιητικής παράδοσης
και με σεργιάνησες
σε ουτοπίες δύσκολης προσέγγισης…
σ’ ένα σουρεαλισμό ερωτικού απροσδιόριστου…
Πήρες τις συλλαβές της σκέψης μου…
μου χάρισες το κλειδί της Συγγραφικής Ιδέας…
Ξεκλείδωσα τις Πύλες του Νοήματος…
Μπήκα φορώντας το υγροποιημένο φιλί…
με δέχτηκαν πλάσματα παράξενης μορφής,
χαμαιλεοντικά προσαρμοσμένα στη σκέψη…
κι όμως με σταθερή αύρα, γεύση και οσμή…
Αναδύθηκαν κρυστάλλινα με ήχο ευθύ
μέσα από τον πρώτο στίχο του χορού της πέννας…
Ήσουν ο γλύπτης…
με λεκτικές αξίνες δημιούργησες ρωγμές
και στάλαξες τ’ όνομά μου
σαν νοηματική γέφυρα ανάμεσα στα οξύμωρα και αντιφατικά…
Μου απέδωσες ρόλο:
Διασταλτικό υλικό νοηματικών συνδέσεων…
Δεν ήμουν ορατή.
είχα μόνο Γεύση Και Άρωμα…
Κάθε που έγραφες, σιωπηλός
και γυρτός στο γραφείο τριανταφυλλιάς,
έγλυφες τα χείλη σου…
εκεί είχε στεγνώσει η πρώτη μου σταγόνα ρίμας…
Οσφρυζόσουν την Άνοιξη του χώρου…
εκείνη της αειφόρας έμπνευσης…
Το ρολόι τοίχου νεκρό…
πλημμυρισμένο εσωτερικά
με θάλασσες ανούσιων στιγμών…
Αυτοκτονία χρονικής ανίας…
Τώρα η αιωνιότητα σου ανήκει…
Δεν σε κατατρέχει τίποτε…
μόνο η Γεύση και η Οσμή του Κόσμου…
Γιατί το Αληθινό έχει Γεύση και Άρωμα…
δε χωρά σε μια μόνο εικόνα, ούτε σε μιμήσεις Ιδεατής Ζωής…
Θέλει αλμύρα, γλύκα, πίκρα, στυφό Γιατί, μεστό μεθύσι…
Θέλει γιασεμί, τριανταφυλλιά, βανίλια, άγρια φράουλα…
Μη μου φωτογραφίζεις άδεια χρώματα…
Περιέγραψέ μου τη γεύση και την οσμή του Κόσμου…
Διψάω και πεινάω…
Το βλέμμα μου χόρτασε…
τώρα εστίασε στις άλλες αισθήσεις μου…
Ποιητής τυφλός..
Ποίημα αόρατο, δίχως χρώμα..
μόνο με Γεύση και Άρωμα…
ατελή… τρεμάμενη… διχασμένη
μέσα στην παλάμη σου…
Άνθισε ποίημα...
Με πήρες κοριτσάκι ποιητικής παράδοσης
και με σεργιάνησες
σε ουτοπίες δύσκολης προσέγγισης…
σ’ ένα σουρεαλισμό ερωτικού απροσδιόριστου…
Πήρες τις συλλαβές της σκέψης μου…
μου χάρισες το κλειδί της Συγγραφικής Ιδέας…
Ξεκλείδωσα τις Πύλες του Νοήματος…
Μπήκα φορώντας το υγροποιημένο φιλί…
με δέχτηκαν πλάσματα παράξενης μορφής,
χαμαιλεοντικά προσαρμοσμένα στη σκέψη…
κι όμως με σταθερή αύρα, γεύση και οσμή…
Αναδύθηκαν κρυστάλλινα με ήχο ευθύ
μέσα από τον πρώτο στίχο του χορού της πέννας…
Ήσουν ο γλύπτης…
με λεκτικές αξίνες δημιούργησες ρωγμές
και στάλαξες τ’ όνομά μου
σαν νοηματική γέφυρα ανάμεσα στα οξύμωρα και αντιφατικά…
Μου απέδωσες ρόλο:
Διασταλτικό υλικό νοηματικών συνδέσεων…
Δεν ήμουν ορατή.
είχα μόνο Γεύση Και Άρωμα…
Κάθε που έγραφες, σιωπηλός
και γυρτός στο γραφείο τριανταφυλλιάς,
έγλυφες τα χείλη σου…
εκεί είχε στεγνώσει η πρώτη μου σταγόνα ρίμας…
Οσφρυζόσουν την Άνοιξη του χώρου…
εκείνη της αειφόρας έμπνευσης…
Το ρολόι τοίχου νεκρό…
πλημμυρισμένο εσωτερικά
με θάλασσες ανούσιων στιγμών…
Αυτοκτονία χρονικής ανίας…
Τώρα η αιωνιότητα σου ανήκει…
Δεν σε κατατρέχει τίποτε…
μόνο η Γεύση και η Οσμή του Κόσμου…
Γιατί το Αληθινό έχει Γεύση και Άρωμα…
δε χωρά σε μια μόνο εικόνα, ούτε σε μιμήσεις Ιδεατής Ζωής…
Θέλει αλμύρα, γλύκα, πίκρα, στυφό Γιατί, μεστό μεθύσι…
Θέλει γιασεμί, τριανταφυλλιά, βανίλια, άγρια φράουλα…
Μη μου φωτογραφίζεις άδεια χρώματα…
Περιέγραψέ μου τη γεύση και την οσμή του Κόσμου…
Διψάω και πεινάω…
Το βλέμμα μου χόρτασε…
τώρα εστίασε στις άλλες αισθήσεις μου…
Ποιητής τυφλός..
Ποίημα αόρατο, δίχως χρώμα..
μόνο με Γεύση και Άρωμα…