Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

30 Δεκ 2011

Ρομαίν Ρολάν, Romain Rolland, (29 Ιανουαρίου 1866 – 30 Δεκεμβρίου 1944)


Ο Ρομαίν Ρολάν ήταν Γάλλος συγγραφέας, μυθιστοριογράφος, δραματουργός, δοκιμιογράφος και ιστορικός της τέχνης, γνωστότερος για το πολύτομο μυθιστόρημά του Ζαν Κριστόφ. Ο Ρολάν τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1915.

Ο Ρολάν γεννήθηκε στο Κλαμεσύ (Clamecy) του νομού Νιέβρ της Γαλλίας. Οι γονείς του ήταν συμβολαιογράφοι και οι πρόγονοί του αγρότες όσο και αστοί. Ο ίδιος γράφει στο «Εσωτερικό ταξίδι» του (Voyage intérieur, 1942), ότι θεωρεί τον εαυτό του ως απόγονο και αντιπρόσωπο ενός «αρχαίου είδους».

Ο Ρομαίν έγινε δεκτός στην Εκόλ Νορμάλ το 1886, όπου σπούδασε αρχικώς φιλοσοφία, αλλά η ανεξαρτησία του πνεύματός του τον οδήγησε στο να εγκαταλείψει αυτές τις σπουδές, ώστε να μη προσχωρήσει στην κυρίαρχη ιδεολογία. Πήρε πτυχίο ιστορίας το 1889 και μετά πέρασε δύο χρόνια στη Ρώμη, όπου η συνάντησή του με τη Μαλβίδα φον Μέυζενμπουγκ – φίλη των Νίτσε και Ρίχαρντ Βάγκνερ – και η ανακάλυψή των ιταλικών αριστουργημάτων ήταν αποφασιστικής σημασίας για την ανάπτυξη της σκέψεώς του. Επιστρέφοντας στη Γαλλία το 1895, πήρε διδακτορικό με τη διατριβή του Ιστορία της όπερας στην Ευρώπη προ των Lully και Scarlatti.

Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1902, όταν ο ίδιος ήταν 36 ετών. Με την επιχειρηματολογία του υπέρ ενός «θεάτρου του λαού» έμελλε να συνεισφέρει σημαντικά προς τον εκδημοκρατισμό του θεάτρου. Ως ανθρωπιστής εξάλλου αγκάλιασε την ινδική φιλοσοφία (Συζητήσεις με τον Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ και τον Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι), πράγμα που πιθανώς εξηγεί και το ότι ήταν χορτοφάγος. Ο Ρολάν δέχθηκε ισχυρές επιδράσεις από τη φιλοσοφία Βεντάντα, κυρίως μέσα από τα έργα του Σουάμι Βιβεκανάντα.

Η σημαντικότερη συνεισφορά του Ρομαίν Ρολάν στο θέατρο έγκειται στην υπεράσπιση ενός «λαϊκού θεάτρου» με το δοκίμιό του Το θέατρο του λαού (Le Théâtre du peuple, 1902). «Υπάρχει μόνο μία αναγκαία συνθήκη για την εμφάνιση ενός νέου θεάτρου», έγραψε, «να είναι η σκηνή και η πλατεία του θεάτρου ανοιχτές στις λαϊκές μάζες, να είναι ικανές να χωρέσουν ένα λαό και τις πράξεις ενός λαού». Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε αργότερα, το 1913, αλλά το μεγαλύτερο μέρος των περιεχομένων του είχε ήδη δημοσιευθεί στηνΕπιθεώρηση δραματικής τέχνης (Revue d'Art Dramatique) ανάμεσα στο 1900 και στο 1903. Ο Ρολάν προσπάθησε να κάνει πράξη τη θεωρία του με τα μελοδράματά του με θέμα τη Γαλλική επανάσταση, τα Δαντών (1900) και Η δέκατη τέταρτη του Ιούλη (1902), αλλά ήταν κυρίως οι ιδέες του που θα αποτελούσαν ένα μείζον σημείο αναφοράς για τους μελλοντικούς θεατράνθρωπους

Το δοκίμιο αποτελεί μέρος ενός γενικότερου κινήματος της εποχής για τον εκδημοκρατισμό του θεάτρου. Η Επιθεώρησηείχε προκηρύξει ένα διαγωνισμό και προσπάθησε να οργανώσει ένα «Παγκόσμιο Συνέδριο για το Θέατρο του Λαού», ενώ ένας αριθμός από «Θέατρα του Λαού» είχαν ήδη ανοίξει σε όλη την Ευρώπη. Υπήρχε το κίνημα Freie Volksbühne («Ελεύθερο Θέατρο του Λαού») στη Γερμανία και το Théâtre du Peuple του Μωρίς Ποτεσέ στη Γαλλία. Ο Ρολάν ήταν μαθητής του Ποτεσέ και αφιέρωσε το δοκίμιό του σε αυτόν.

Ωστόσο, η προσέγγιση του Ρολάν είναι πιο επιθετική από το ποιητικό όραμα του Ποτεσέ για ένα θέατρο ως υποκατάστατο μιας «κοινωνικής θρησκείας» που θα φέρνει ενότητα στο έθνος. Ο Ρολάν εγκαλεί τη μπουρζουαζία για πολιτιστικό σφετερισμό του θεάτρου, που προκαλεί την ολίσθησή του στην παρακμή με τα επιβλαβή αποτελέσματα της ιδεολογικής της κυριαρχίας. Προτείνοντας ένα κατάλληλο ρεπερτόριο για το λαϊκό του θέατρο, ο Ρολάν απορρίπτει το κλασικό δράμα πιστεύοντας ότι είναι υπερβολικά δύσκολο ή στατικό για να έχει ενδιαφέρον για τις μάζες. Αντλώντας από τις ιδέες του Ζαν Ζακ Ρουσσώ, προτείνει στη θέση του «ένα επικό ιστορικό θέατρο με χαρά, δύναμη και ευφυία, που θα υπενθυμίζει στο λαό την επαναστατική του κληρονομιά και θα ξαναζωντανεύει τις δυνάμεις που εργάζονται για μια νέα κοινωνία». Ο Ρολάν πίστευε ότι ο λαός θα βελτιωνόταν βλέποντας ηρωικές εικόνες από το παρελθόν του. Η επιρροή του Ρουσσώ μπορεί να ανιχνευθεί στη σύλληψη του Ρολάν για το θέατρο ως γιορτή, μία προτίμηση που αποκαλύπτει κατά τους Μπράντμπυ και Μακκόρμικ μια θεμελιώδη αντιθεατρική προκατάληψη: ότι «το θέατρο προϋποθέτει ζωές φτωχές και ταραγμένες, ένα λαό που ψάχνει στα όνειρα ένα καταφύγιο. Αν ήμασταν πιο ευτυχισμένοι και πιο ελεύθεροι, δεν θα έπρεπε να αισθανόμαστε πεινασμένοι για θέατρο. [...] Λαός που είναι χαρούμενος και ελεύθερος χρειάζεται γιορτές περισσότερο από θέατρα.».

Τα δράματα του Ρολάν έχουν παρουσιαστεί σε σκηνοθεσία κάποιων από τους σημαντικότερους θεατρικούς σκηνοθέτες του εικοστού αιώνα, όπως είναι οι Μαξ Ράινχαρντ και Έρβιν Πισκάτορ. Ο Πισκάτορ σκηνοθέτησε την παγκόσμια πρεμιέρα του ειρηνιστικού δράματος του Ρολάν Θα έρθει η ώρα(Le Temps viendra, 1903) στο Κεντρικό Θέατρο του Βερολίνου, με πρώτη παράσταση στις 17 Νοέμβρη 1922, με μουσική του K. Pringsheim και σκηνικά των O. Schmalhausen και M. Meier. Το έργο αυτό έχει ως θέματα τη σχέση ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και στον καπιταλισμό, τη μεταχείρηση των πολιτών του εχθρού και τη χρήση στρατοπέδων συγκεντρώσεως, όλα δραματοποιημένα μέσα σε ένα επεισόδιο από τον Πόλεμο των Μπόερς. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης περιέγραψε το ανέβασμά του ως «επιμελώς νατουραλιστικό», και όχημα για την «επίτευξη του μέγιστου ρεαλισμού στην ηθοποιία και τα σκηνικά». Παρά το ρητορικό στιλ του έργου, η παραγωγή απέσπασε θετικές κριτικές.

Το γνωστότερο το μυθιστόρημά του Ρολάν είναι το δεκάτομο μυθιστόρημα-ποταμός (roman-fleuve)Ζαν Κριστόφ (Jean-Christophe, 1903–1912), το οποίο «συγκεντρώνει όλα τα ενδιαφέροντα και τα ιδανικά του στην ιστορία ενός Γερμανού-μουσικής ιδιοφυίας που κάνει τη Γαλλία δεύτερη πατρίδα του και γίνεται ένα όχημα για τις απόψεις του Ρολάν πάνω στη μουσική, τα κοινωνικά ζητήματα και την κατανόηση μεταξύ των εθνών». Τα υπόλοιπα μυθιστορήματα του Ρολάν είναι τα Colas Breugnon(1919), Clérambault (1920), Pierre et luce (1920) και το δεύτερο μυθιστόρημα-ποταμός του, το επτάτομο Lme enchantée (Η μαγεμένη ψυχή, 1922–1933).

Ο Ρολάν έγινε καθηγητής της ιστορίας στο «Λύκειο Ερρίκος Δ'», μετά στο «Λύκειο Λουδοβίκος ο Μέγας» και μέλος της Γαλλικής Σχολής της Ρώμης, και τέλος, ως πανεπιστημιακός, καθηγητής της Ιστορίας της Μουσικής στη Σορβόννη και της Ιστορίας στην Εκόλ Νορμάλ.

Ως νέος καθηγητής ήταν απαιτητικός αλλά συνεσταλμένος και δεν του άρεσε η διδασκαλία. Δεν αδιαφορούσε για τα νιάτα: οι Ζαν Κριστόφ, Ολιβιέ και οι φίλοι τους, οι ήρωες των μυθιστορημάτων του, είναι νεαροί. Αλλά με τους ανθρώπους στην πραγματική ζωή, νεαρούς και ώριμους, ο Ρολάν διατηρούσε μόνο απόμακρες σχέσεις. Πρώτα και κύρια ήταν ένας συγγραφέας. Μόλις διαπίστωσε πως η συγγραφή θα του εξασφάλιζε ένα έστω και μέτριο εισόδημα, παραιτήθηκε από το πανεπιστήμιο, το 1912.

Ο Ρολάν ήταν σε όλη του τη ζωή ένας ειρηνιστής. Διαμαρτυρήθηκε ενάντια στονΑ΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο έργο του Au-dessus de la Mêlée (Πάνω από τη μάχη, 1915). Το 1924, το βιβλίο του για τον Μαχάτμα Γκάντι συνεισέφερε στη φήμη του Ινδού ηγέτη της «μη-βίας» και οι δυο τους συναντήθηκαν το 1931.

Ο Ρολάν μετακόμισε στο Βιλνέβ, στις ακτές της Λίμνης της Γενεύης, για να αφοσιωθεί στη συγγραφή. Η καθημερινή ζωή του διακοπτόταν μόνο από προβλήματα υγείας και από ταξίδια σε εκθέσεις τέχνης. Το ταξίδι του στη Μόσχατο 1935, μετά από πρόσκληση του Μαξίμ Γκόρκι, υπήρξε μία ευκαιρια για να συναντηθεί με τον Στάλιν. Ο Ρολάν έπαιξε ανεπίσημα τον ρόλο του πρεσβευτή των Γάλλων καλλιτεχνών στη Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο, ως ειρηνιστής, δεν αισθανόταν άνετα με την κτηνώδη καταπίεση των αντιπολιτευόμενων από τον Στάλιν. Επεχείρησε να συζητήσει τις ανησυχίες του αυτές με τον Στάλιν, συμμετείχε στην εκστρατεία για την απελευθέρωση του αριστερού ακτιβιστή και συγγραφέα Victor Serge και έγραψε στον Στάλιν ζητώντας έλεος για τον Νικολάι Μπουχάριν. Κατά τη φυλάκιση του Σερζ (1933–1936), ο Ρολάν είχε συμφωνήσει να επιβλέπει τις εκδόσεις των κειμένων του στη Γαλλία, παρά την πολιτική του διαφωνία με αυτά.

Το 1937 ο Ρολάν επέστρεψε στη Γαλλία και έζησε στο Βεζελέ. Κατά την περίοδο της γερμανικής κατοχής απεμόνωσε τον εαυτό του ζώντας χωρίς καμιά επαφή με τον έξω κόσμο.

Το 1940 ολοκλήρωσε τα απομνημονεύματά του και τη μουσική του έρευνα πάνω στη ζωή του Μπετόβεν. Λίγο πριν τον θάνατό του έγραψε το Péguy (1944), στο οποίο εξετάζει τη θρησκεία και τον σοσιαλισμό μέσα από τις αναμνήσεις του. Πέθανε στο Βεζελέ το 1944.

Το 1921 ο Αυστριακός συγγραφέας και φίλος του Ρολάν Στέφαν Τσβάιχ έγραψε τη βιογραφία του Ρολάν με τον τίτλο Ο άνδρας και τα έργα του. Ο Τσβάιχ θαύμαζε βαθιά τον Ρολάν, τον οποίο χαρακτήρισε κάποτε ως «την ηθική συνείδηση της Ευρώπης» κατά τα έτη των πολέμων και της αναταραχής στην ήπειρο.

Το 1928, μαζί με τον Ούγγρο διανοούμενο, φιλόσοφο και οπαδό και πειραματιστή της φυσικής ζωής Έντμουντ Σέκελυ, ο Ρολάν ίδρυσε τη «Διεθνή Βιογενική Εταιρεία» για την προαγωγή και την εξέλιξη των ιδεών τους σχετικά με την αλληλοολοκλήρωση του νου, του σώματος και του πνεύματος.

Ο Έρμαν Έσσε αφιέρωσε το μυθιστόρημά του Σιντάρτα στον Ρομαίν Ρολάν, τον «αγαπητό μου φίλο».

Το 1923 άρχισε μια αλληλογραφία του Ρολάν με τον πατέρα της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόιντ, στην οποία διακρίνεται ο αμοιβαίος θαυμασμός του ενός για τον άλλο (ο Φρόιντ γράφει σε ένα γράμμα προς τον Ρολάν: «Το ότι μου επιτράπηκε να ανταλλάξω χαιρετισμούς με εσάς θα παραμείνει μια ευχάριστη ανάμνηση ως το τέλος της ζωής μου»). Μέσα από αυτή την αλληλογραφία ο Φρόιντ γνώρισε την έννοια του «ωκεανικού αισθήματος» που είχε αναπτύξει ο Ρολάν μέσα από τη μελέτη του ανατολικού μυστικισμού. Ο Φρόιντ άρχισε το επόμενο βιβλίο του, το Ο πολιτισμός και οι δυσαρεστημένοι του (1929) με μια συζήτηση γύρω από τη φύση αυτού του αισθήματος, το οποίο αναφέρει πως είχε σημειώσει από έναν ανώνυμο «φίλο». Αυτός ο φίλος ήταν ο Ρολάν, ο οποίος παρέμεινε μία σημαντική επίδραση πάνω στο έργο του πατέρα της ψυχανάλυσης, συνεχίζοντας την αλληλογραφία μαζί του μέχρι τον θάνατο του Φρόιντ το 1939.

Πηγή: Βικιπαίδεια