Τώρα δε φοβάμαι πιά την αστάθεια σου
του φευγιού σου
σʼ αυτήν όρκισα τα δάχτυλα μου
να μη σε γυρέψουν
στον ύπνο μου μόνο θα σε βλέπω
με αχτένιστα μαλλιά
να χαμογελάς και θα ξημερώνει
κι όταν ξεστρατήσεις σε απόμερους τόπους
με μια άβυσσο στους ώμους
θα αφήσω ελεύθερο και τον τελευταίο πόνο
αυτόν που έκρυψα καλά
στην καινούργια μέρα.