Οι πόρτες ανοίγουν
και η κάψα χαλαρώνει,
όλοι χαλαρώνουν,
όλοι περπατούν γυμνοί.
Δύο από αυτούς περπατούν
επάνω στο τραπέζι.
Δεν φοβούνται την
δυσαρέσκεια του Θεού.
Δεν θα 'χουν πάρε-δώσε με
τον άγγελο
που τους φωνάζει απ' τη
μπουρού
και ρίχνει τον ωκεανό έξω
στα βράχια.
Ένας απ' αυτούς ξαπλώνει
στο κρεβάτι.
Ένας απ' αυτούς τυλίγεται
στην κολώνα του κρεβατιού
και οι δυο τους
σφυροκοπούν το πάτωμα.
Το μικρό μου κρεβατάκι
τους ακούει
όλη τη νύχτα -
ακόμα κι όταν ο ωκεανός
φουσκώνει,
ακόμα και με κάθε πόρτα
σφραγισμένη,
τους επιτρέπεται να
ανυψώνουν το αντικείμενο,
τους επιτρέπεται να
ανεβαίνουνε στην κούνια.
Στη φυλακή μου από
πευκόξυλο και ελατήρια,
πάνω απ' το περβάζι μου,
κάτω από το πόμολο,
είναι ξεκάθαρο ότι
βρίσκονται
σε δέσιμο βασιλικό.
Δείξε έλεος, μαξιλάρι
μου,
μείνε βουβό και αδιάφορο,
και μην ακούς καμιά λέξη
καταστροφής!
Μείνε κοντά μου, μικρά
μου ξινισμένα πούπουλα,
μικρέ μου σύντροφε όλο
αλάτι.
Οι αγάπες μου λαδώνουν τα
οστά τους,
τα παραδίδουν ύστερα με
ήχους απερίγραπτους
που τους πηγαίνουν εδώ κι
εκεί
ενώ το καλοκαίρι ορμάει
μέσα έξω
ξανά και ξανά
στο δωμάτιό τους.
Μτφ. Δήμητρα Σταυρίδου