Στην χώρα που ανθούν στις
αμμουδιές οι κόρες
Τ’ άστρα ξυπνούν και
φέγγουν άναυδα τη νύχτα
Στιλπνά σαν μουσαμάδες
των ψαράδων
Ενώ τ’ αστέρια της
θαλάσσης πλησιάζουν
Πρώτα λευκά και σχεδόν
άχρωμα
Έπειτα κόκκινα και ζωηρά
Με τα πλοκάμια των
σφαδάζοντα
Για το εφήβαιον και για
τα στήθη
Των νεανίδων.
Οι αμμουδιές είναι
διάστικτες από κοχύλια
Μ’ ένα φιλί λησμονημένο
μες στα βότσαλα
Μ’ ένα πουλί που
κούρνιασε στα στήθη
Κόρης γλυκιάς που του
μιλάει και λέγει
Πουλί καλό πουλί χρυσό
πουλί λαμπρό μαντάτο
Χαϊδεύοντας το στα βυζιά
της με λαχτάρα
Σαν χαϊμαλί της ηδονής ή
σαν αγόρι.
Ο ουρανός είναι
διάστικτος από πετράδια
Βάρκες με δίχτυα και
ψαράδες πλησιάζουν
Για να ψαρέψουν πριν ο
ήλιος τους προφτάσει
Τις κόρες της Ανατολής
και της Ευρώπης
Άσπρα κορίτσια ή μελαμψά
Κορίτσια έτοιμα για τα
ταξίδια.
Κορίτσια έτοιμα για τους
λωτούς
Κορίτσια έτοιμα για τις
παλάμες
Και για τα βέλη των
ανδρών
Και για τα βέλη του ήλιου
Τώρα που αρχίζει κι
ανατέλλει
Ροδίζοντας τα κορφοβούνια
Χρυσίζοντας τις αμμουδιές
Ενώ βουίζουν οι σπηλιάδες
Κ’ η θάλασσα βαθιά στενάζει
Και ψιθυρίζουνε τα φύλλα
Και τιτιβίζουν οι
κορυδαλλοί
Ραμφίζοντας μαστούς και
ρώγες
Τώρα που ο ήλιος
ξεπροβάλλει
Και ντύνει τις κόρες με
άσπρα ρίγη
Τώρα που αρχίζουν τα
τζιτζίκια
Και γδύνονται οι λογισμοί
Και βάφονται όλα τα
λουλούδια
Με πράσινο με κρεμεζί.
(Α. Εμπειρίκος, Ποιήματα,
εκδ. Γαλαξία)