Του Δημήτρη Γ. Μαγριπλή
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ βρηκα τὶς μπίλιες μου. Τὶς
εἶχα χάσει ἐδῶ καὶ καιρὸ καὶ ξαφνικὰ μία μέρα, ἐνῶ ἄλλαζα
θέση στὸν βαρὺ ξύλινο καναπὲ τοῦ γραφείου, κάτι ἔπεσε μὲ
θόρυβο στὸ πάτωμα.
Στὴν ἀρχὴ τρόμαξα.
«Τί εἶναι αὐτό;» ἀναρωτήθηκα ξαφνιασμένος.
Μιὰ μικρὴ γυάλινη σφαίρα προσέκρουσε μὲ ἀσήμαντη δύναμη στὰ μαῦρα παπούτσια μου.
«Τί ἀντίθεση!» σκέφτηκα καὶ
ὑποκλίθηκα στὴν ὀμορφιά της. Τὴν πῆρα στὰ χέρια μου καὶ μὲ
περισσὴ φροντίδα τὴν ἐναπόθεσα στὴν τσέπη μου.
Σὲ κάθε νέα γωνιὰ τῆς
μετακόμισης νά ‘σου ξεπρόβαλε καὶ ἄλλη μιά. Ἄλλη
μεγαλύτερη, ἄλλη μικρότερη. Ὅλα τὰ χρώματα τῆς ἴριδας.
Κίτρινες, μπλέ, κόκκινες, πράσινες. Μερικὲς εἶχαν πάνω τους
ὅλα τὰ παραπάνω ἀνακατωμένα καὶ κάποιες θύμιζαν φτερὰ ἀπὸ
ἀνοιξιάτικες πεταλοῦδες σὲ ἀέναη φωτογράφηση.
Ἤμουν εὐτυχής. Ἡ τσέπη μου
βάρυνε ἐπικίνδυνα καὶ ἴσα ποὺ χώραγε τὰ ἀκροδάχτυλά μου.
Αὐτὰ βουλιμικὰ περιφέρονταν στὰ γυάλινα ἀγγίγματα καὶ
ἐκεῖνα ἔφευγαν μὲ χάρη ἀπὸ τοὺς ἐναγκαλισμούς. Ἦταν μιὰ
ἐρωτικὴ συνεύρεση.
Τὸ μόνο ποὺ μαρτυροῦσε τὰ
εὑρήματα ἦταν ἕνα χαμόγελο-ὁλόκληρο πρόσωπο καὶ ἡ ἔξαψη
νὰ βγῶ στὴν αὐλή. Χωρὶς νὰ κάνω θόρυβο βγῆκα. Μὰ ἦταν νύχτα καὶ
οἱ μάνες κοιμίζανε τὰ παιδιά τους.
«Τώρα μὲ ποιόν νὰ παίξω τοὺς βόλους μου;».
Στὸ σταυροδρόμι, κάτω ἀπὸ τὸ
φῶς τῆς κολόνας τοῦ δήμου, χάραξα κύκλο στὸ χῶμα. Χωρὶς
δισταγμὸ μπῆκα μέσα ἀπὸ φόβο. Εἶχα τὰ τείχη μου καὶ ὅ,τι κι ἂν
πρόβαλλε δὲν θὰ μποροῦσε νὰ μοῦ πάρει τὸ θησαυρό μου.
«Παίζεις;» ἀκούστηκε ἡ φωνὴ
τοῦ Χρήστου. Κάτι κατσαρὰ μαλλιά, σὰν νὰ μὴν τά ’χει ποτέ του
χτενίσει, τίναζαν τὸ σκοτάδι στὴν ἄκρη τῆς ματιᾶς μου.
«Δὲν κοιμᾶσαι;» τὸν ρώτησα.
Μοῦ ἔδειξε γιὰ ἀπάντηση ἕνα
μεγάλο δίχτυ μὲ μπίλιες. Τὸ κούναγε καὶ κεῖνες χτυποῦσαν ἡ
μία πάνω στὴν ἄλλη συνθέτοντας τὴν πιὸ ἀπόκοσμη βουβὴ
μουσική.
Παραξενεύτηκα.
«Δεῖξε μου μία», τοῦ εἶπα.
«Ἔλα νὰ τὶς κερδίσεις», μοῦ ἀπάντησε.
Δὲν ξέρω γιατὶ μὰ ἀπὸ τὸν κύκλο
δὲν βγῆκα. Προτιμοῦσα νὰ ἔχω παρὰ νὰ χάσω τὸ θησαυρό μου. Ἄσε
ποὺ οἱ δικές του ἦταν μᾶλλον μονόχρωμες καὶ ἀπὸ ὅ,τι εἶδα
μαῦρες καὶ θύμιζαν ρουλεμάν.
«Φοβᾶσαι, φοβᾶσαι!» μοῦ φώναζε καὶ γύριζε γύρω ἀπὸ τὸν κύκλο μὲ διάθεση περιπαικτική.
Ντράπηκα καὶ βγάζοντας μιὰ τοῦ πέταξα τὰ χαιρετίσματά μου.
Μὲ ἀπόλυτη ἀφοσίωση
σημάδεψε. Ἡ δική του ἔστειλε πέρα μακριὰ τὴν ὄμορφη σφαίρα
μου. Σχεδὸν τὴν ἐξαφάνισε στὴ νύχτα.
«Δική μου!» μοῦ δήλωσε καὶ τραγουδώντας τὴ νίκη του, ἑτοιμάστηκε γιὰ τὴ συνέχεια.
Τὶς ἔχασα ὅλες ἐκτὸς ἀπὸ μία. Τὴ μεγαλύτερη. Αὐτὴ δὲν τὴν παίζω ποτέ. Εἶναι ἡ ζωή
μου καὶ ἡ μόνη εὐκαιρία γιὰ νὰ κερδίσω ξανὰ καὶ τὶς ἄλλες.
Ἔμεινα στὸν κύκλο στὸ σταυροδρόμι μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Δὲν μὲ
λυπήθηκε. Ἀντίθετα ἅπλωσε τὶς γυάλινες χάντρες τῆς νίκης
του καὶ μὲ αὐθάδεια τὶς ὀνομάτιζε.
Τοὺς ἔδινε ὀνόματα κλεμμένα ἀπὸ αἰσθήσεις καὶ συναισθήματα.
«Ὁ πόνος, ὁ ἔρωτας, ἡ ἀπόλαυση, ἡ χαρά, ἡ λύπη, ἡ ἡδονή, ἡ παρηγοριά, ἡ πτώση, ἡ ἀνάσταση, …, ἡ ζωή.»
«Ὄχι αὐτὴ τὴν κρατῶ!» Τοῦ τὴν ἔδειξα μὲ καμάρι.
«Ὅλες γι’ αὐτήν. Τί λές ;» μὲ προκάλεσε.
Ἦταν ἡ μόνη πιθανότητα νὰ τὶς πάρω ὅλες πίσω. Ἄλλωστε ἡ ζωὴ
χωρὶς τὸν πόνο, τὸν ἔρωτα, τὴν ἀπόλαυση, τὴ χαρά, τὴ λύπη, τὴν
ἡδονή, τὴν παρηγοριά, τὴν πτώση καὶ τὴν ἀνάσταση δὲν ἄξιζε
τίποτα. Ἔπρεπε νὰ τὸ ρισκάρω.
Ἔπαιξα πάλι πρῶτος. Ἡ ζωὴ ἔπεσε μὲ φόρα πάνω σὲ μιὰ λακκούβα μὲ ἀπόνερα. Δὲν μπόρεσα κάτι καλύτερο. Αὐτὸς ἤμουν. Δική μου ἡ ζωὴ καὶ δικά μου τὰ λάθη.
«Σειρά σου», τοῦ εἶπα μὲ τὸ
κεφάλι ὀρθὸ καὶ τὴν πεποίθηση πὼς ἔκανα ὅ,τι καλύτερο. Πάντα
μέσα ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια τοῦ κύκλου μου.
Ἔψαξε στὸ σακούλι του καὶ ἔβγαλε θριαμβικὰ τὸν χάρο.
Μόνο νὰ ἔβλεπες τὸν βόλο αὐτὸ καὶ σὲ ἔπιανε πανικός. Τίποτα
δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ ξεφύγει. Γονάτισε καὶ ἄρχισε νὰ
σημαδεύει.
«Ἄντε, τελείωνε! Μᾶς πῆρε ἡ αὐγή», τὸν παρακίνησα.
Μὲ κοίταξε μὲ σοβαρότητα, σήκωσε τὸ χέρι καὶ ἔστειλε τὴ βολή του κατευθείαν πάνω στὴ ζωή μου.
Ἔκλεισα τὰ μάτια.
«Ἔλεος», ψέλλισα. «Πῶς θὰ ἀντέξω ἕνα τέτοιο ἀποχωρισμό;»
Ἀκούστηκε τὸ πέταγμα τοῦ χάρου
ἐπάνω στὴ νοτισμένη γῆ. Ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸ νερὸ τῆς λακκούβας
ἦταν ἐμφανής. Πρώτη στροφὴ, δεύτερη καὶ τέλος. Ἕνα μόλις
ἑκατοστὸ ἀπὸ τὴ ζωή μου.
«Κέρδισα!» καὶ ἀλαλάζοντας λούστηκα τὸ φῶς τῆς αὐγῆς.
Γιὰ πρώτη φορὰ βγῆκα ἀπὸ τὸν
κύκλο καὶ ἄρχισα νὰ μαζεύω τὶς μπίλιες μου. Ἤμουν ξανὰ
γεμάτος αἰσθήματα καὶ συναισθήματα καὶ φυσικὰ μὲ τὴ ζωὴ στὰ χέρια μου.
«Θνητὸς εἶσαι καὶ σύ», μοῦ ἀντέτεινε ὁ φίλος μου. Καὶ μὲ σβελτάδα ἔφυγε, τρέχοντας μὲ τὸν χάρο μαζί.
Πηγή: http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com