Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

27 Ιουν 2013

Βατόμουρα στη Μάλη

 Του Δημήτρη Γ. Μαγριπλή

Περνάς τα ύψη και αν νικήσεις τη θέα, βρίσκεσαι εμπρός στην πόρτα του βράχου. Την φυλάει ο φόβος. Αν κλείσεις τα αυτιά σου στη φωνή που μιλάει για πτώση, πέρασες

 Όταν έφευγε ο τελευταίος, το μόνο που ακουγόταν στο οροπέδιο ήταν τα βήματα. Ακόμη και τα άγρια σάστισαν. - Που πάει αναρωτήθηκαν; Άρχισαν να βγαίνουν δειλά - δειλά από τρύπες, από σχισμές στους βράχους, από λαγούμια, μέσα από βατώνες και ρουμάνια. Μαζεύτηκαν όλα στον πλάτανο. Χαλασμός. Εκεί η τρελή προσπάθησε να τα καθησυχάσει. - Θα ξαναρθούν, είπε με φωνή ανθρώπινη. Κανείς δεν έδωσε σημασία στα λόγια της μάγισσας, παρά μόνο άρχισαν να κανονίζονται χωρίς τον άνθρωπο.

Πρώτα έφυγαν οι γάτες και ύστερα κάποιες χήνες πέταξαν για αλλού. Ένα δύο κοκόρια που γλύτωσαν τη σφαγή, πριν την ανθρώπινη αποχώρηση, ανέβηκαν ψηλά στο δέντρο και σπάνια ξαναπάτησαν έδαφος. Έζησαν αρκετά, μα χωρίς συνέχεια. Όταν σταμάτησε το κικιρίκου, τότε ο χρόνος μετρήθηκε με το φως και το σκοτάδι. Έτσι απλά. Οι μήνες, τα χρόνια, ακόμη και οι μνήμες, περικυκλώθηκαν στην αρχή και ύστερα πνίγηκαν από τις κλάρες των βάτων. Ποιος θυμόταν τη μεγάλη πολιτεία, με τα εφτά χωριά; Κανείς.

Η συνέχεια του διηγήματος εδώ