Στη Ρωξάνη
Ο έρωτας είναι ο μόνος θάνατος
Που τον νιώθεις.
Ο έρωτας είναι η μόνη ζωή χωρίς ενεστώτα
Με ενεργές τις μνήμες
Με συνεχείς καθημερινές εικόνες, απ΄αυτά που θάρθουν.
Ο έρωτας είναι πιτσιρικάς με σπυράκια
Που γουρλώνει τα μάτια στους δασκάλους
Που για ένα λεπτό τους τρομοκρατεί.
‘’Γιατί τότε να ερωτευόμαστε; ‘’ ρώτησε αυτή
Και ήταν άβαφτη, άκεφη, σ΄ένα παράθυρο μπροστά.
‘’Για τα χρώματα είναι,
για το υγρό που γίνεται οινόπνευμα
κι εξαφανίζει τα συγκεκριμένα’’
Είχε πάει εννιά το βράδυ
Αρχισαν να φεύγουν απ΄το παγκάκι.
Ωρα για φάρμακα, για φαί.
Πιο κάτω ήταν στο παρκάρισμα ένα αυτοκίνητο
Δυο δήθεν ανέμελοι
Χαρούμενοι, τρομοκρατικά χαρούμενοι.
Στο θάμνο ανάμεσα πρέπει νάταν κάποιοι άλλοι
Αναζητούσαν ‘’πορτοκαλί’’
Φορούσαν περίεργα χρώματα.
Γύρισε κι ακόμη δεν είχαν απομακρυνθεί
Το φινάλε της βόλτας.
Την είχε ακόμη τη δυνατή φωνή.
Αρχίνησε να φωνάζει-σαν λόγο να τους έβγαζε:
‘’Παιδιά, πρέπει νάναι η βαρεμάρα
Βέβαια τελικά δε φεύγει
Ψευδαισθήσεις’’
Ο έρωτας είναι σαν την αυτοκτονία
Άτυχη, ανακριβής λέξη.