Δεν ξέρω πότε έγινε το
μεγάλο κακό. Με την ανακάλυψη της χαρτοπετσέτας ή με τον εκτελωνισμό της
πλαστικής καρέκλας; O «Πολιτισμός» του Niall Ferguson που διάβασα -με
καθυστέρηση είναι αλήθεια- αυτές τις μέρες αναφέρει πολλά για τη συμβολή της
ραπτομηχανής Singer στην εξέλιξη του Δυτικού πολιτισμού, δεν δίνει όμως
στοιχεία για το γκρέμισμά του. Προσπαθώ λοιπόν να τα βγάλω πέρα μόνος μου. Κάθε
Δεκαπενταύγουστο -δεν σας το κρύβω- ελπίζω να είναι αλλιώς τα πράγματα. Είναι
ίσως και η νοσταλγία. Ότι στην επόμενη στροφή θα δω τους παππούδες -τότε που
δεν ήταν παππούδες- να καθαρίζουν με το χέρι και νερό από το ποτάμι, το αλάτι
από τις σαρδέλες, να τις βάζουν πάνω στο πρωινό φουρνισμένο ψωμί, να στάζουν
λάδι, ρίγανη και να το μοιράζουν. Κόκκινο κρασί από την νταμιτζάνα, ποτήρια που
άκουγες τον ήχο τους και δεν ανατρίχιαζες και μετά φρούτα -καρπούζες συνήθως
και τραγανή σταφίδα- κρυωμένες και αυτές στο ποτάμι. Άντε και κανένα ξεροτήγανο
στη λαδόκολλα. Χωρίς πιάτα, η φλούδα του καρπουζιού ήταν το πιάτο, όπως οι
πάνινες πετσέτες ήταν για τα χείλια και οι πολύχρωμες πατανίες ριγμένες στις
πεζούλες και στις σκιές των δέντρων ήταν οι καρέκλες. Και άκουγες τον παπά όσο
και τα χλιμιντρίσματα των γαιδάρων και των μπεγιριών που ήταν δεμένα στην «πάνω
μεριά».
Η συνέχεια εδώ