Γάλλος ποιητής που δραστηριοποιήθηκε στα καλλιτεχνικά ρεύματα του
ντανταϊσμού και του υπερρεαλισμού. Το πραγματικό του όνομα ήταν Eugène
Grindel. Γεννήθηκε στην πόλη Σαιν-Ντενί, κοντά στο Παρίσι, όπου πέρασε
τα πρώτα του χρόνια. Στο διάστημα 1907 - 1911 γράφτηκε στη Σχολή
Κολμπέρ, όπου πραγματοποίησε σπουδές. Κατά τη διάρκεια της εφηβείας του
δέχεται την επίδραση των ομοφωνιστών (unanimistes) ποιητών. Ωστόσο, σε
ηλικία περίπου 17 ετών προσβλήθηκε από φυματίωση και αναγκάστηκε να
διακόψει τις σπουδές του. Για δύο χρόνια, διέμεινε σε σανατόριο στο
Νταβός της Ελβετίας, όπου τελικά θεραπεύτηκε. Εκεί γνώρισε και
παντρεύτηκε την Helena Deluvina Diarkinoff, περισσότερο γνωστή ως Γκαλά,
με την οποία απέκτησε και μία κόρη.
Εντωμεταξύ, συλλέγει εντυπώσεις που θα αφήσουν το αποτύπωμά τους σε μιαν ευαισθησία μοιρασμένη ανάμεσα στις εικόνες της ευτυχίας και της δυστυχίας. Την ίδια περίοδο δημοσίευε τα πρώτα του ποιήματα, αρχικά με τη συλλογή Το Χρέος και η Ανησυχία και αργότερα με τα Ποιήματα για την Ειρήνη (1918), τα οποία προκάλεσαν και το ενδιαφέρον του Ζαν Πωλάν, εκδότη της επιθεώρησης Spectateur. Παράλληλα, ο Ελυάρ γνωρίστηκε με τους Αντρέ Μπρετόν, Λουί Αραγκόν και Τριστάν Τζαρά, με τους οποίους συμμετείχε αρχικά στο κίνημα του ντανταϊσμού και αργότερα του υπερρεαλισμού. Αποτέλεσε έναν από τους ιδρυτές της επιθεώρησης των υπερρεαλιστών Litterature καθώς και της μεταγενέστερης έκδοσης La Revolution Surrealiste. Παρέμεινε στις τάξεις της υπερρεαλιστικής ομάδας του Παρισιού μέχρι το 1938. Ο υπερρεαλισμός παρέχει σ' αυτόν τις τεχνικές της λεκτικής ανανέωσης: ο λυρισμός του θα αντλήσει απ' αυτό το κίνημα μιαν επιστήμη της λέξης, της οποίας το πεδίο θα προσπαθήσει να διευρύνει. Θέλοντας να γίνει ο κληρονόμος όλης της γαλλικής ποιητικής παράδοσης, εργάζεται για τη σύνταξη της Ανθολογίας της παλιάς γαλλικής ποίησης, που θα δημοσιευθεί το 1951.
Το 1926 προσχωρεί στο κομμουνιστικό κόμμα, ενώ εμφανίζεται η πρώτη του σημαντική συλλογή, Η Πρωτεύουσα της οδύνης, για να ακολουθήσει, το 1929, η συλλογή Ο Έρωτας η Ποίηση. Τότε γνωρίζει και τη δεύτερη γυναίκα του, τη Νις, την οποία θα λατρέψει ως το θάνατό της, το 1946.
Το 1932 εμφανίζεται Η Άμεση Ζωή, το 1934 Το Δημόσιο Ρόδο.
Το 1933 έρχεται σε ρήξη με τον Αραγκόν και το κομμουνιστικό κόμμα. Το 1934 συνεργάζεται με τον Μπρετόν για το Συνοπτικό Λεξικό του Υπερρεαλισμού, ενώ συμμετέχει στην Επιτροπή Επαγρύπνυσης των Διανοουμένων.
Μια νέα περίοδος αρχίζει με Τα Γόνιμα Μάτια το 1936, στα οποία επιχειρεί μια στροφή προς τη σαφήνεια και απλότητα της γλώσσας, χωρίς αυτό να οδηγεί σε αποδυνάμωση του ονειρικού ή του φανταστικού. Κι αυτή η σύμπλευση του μυστικού με το απλό θα καθορίσει στο εξής όλο το έργο του Ελυάρ. Αυτή τον ωθεί να ξαναβρεί, μέσω της ποίησης, το νήμα της επαφής με την κοινή ανθρώπινη μοίρα.
Με αφορμή τον ισπανικό εμφύλιο και το βομβαρδισμό της Γκερνίκα (για την οποία γράφει το ομώνυμο ποίημα το 1938), ο Ελυάρ στρατεύεται οριστικά. Το 1936 γράφει: "Ήρθε ο καιρός που όλοι οι ποιητές έχουν το δικαίωμα και το καθήκον να υποστηρίξουν ότι είναι βαθιά βυθισμένοι μέσα στη ζωή των άλλων ανθρώπων, μέσα στην κοινή ζωή".
Το 1938 η Φυσική Ροή έρχεται να επεξηγήσει αυτή τη δήλωση, ενώ ο παγκόσμιος πόλεμος σπρώχνει τον Ελυάρ ακόμα περισσότερο σ' αυτό το δρόμο. Το 1940 παίρνει μέρος στην Αντίσταση. Επανασυνδέεται, το 1942, με τον Αραγκόν, με τον οποίο δημιουργεί την Εθνική Επιτροπή Συγγραφέων. Γράφει τις συλλογές Το Ανοιχτό Βιβλίο (1942), Ποίηση και Αλήθεια (1942 - 1943) (στην οποία ανήκει και το περίφημο ποίημα Λευτεριά), Στη Γερμανική Συνάντηση (1944). Αλλά η στράτευση δεν αποκλείει την παράλληλη αναζήτηση της γλωσσικής τελειότητας, κάτι που διακρίνουμε κυρίως στην Αδιάκοπη Ποίηση (1946).
Μετά τον πόλεμο βραβεύεται με το Μετάλλιο της Αντίστασης για τη στρατευμένη του ποίηση. Παντρεύεται την Ντομινίκ το 1951.
Λάτρης του ελληνικού πνεύματος, γράφει ποιήματα για την ελληνική αντίσταση. Το 1949 παρουσιάζει τη συλλογή του Ελλάδα Ρόδο μου της Λογικής κι έρχεται στη χώρα μας. Γνωρίζει τον Καζαντζάκη και το Σικελιανό και απαγγέλλει στις πλαγιές του Γράμμου, από τον τηλεβόα, ποιήματά του προς τιμήν των Ελλήνων ανταρτών.
Το έργο του Ελυάρ, ύμνος στον έρωτα και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, διακόπτεται όταν ο ποιητής πεθαίνει από κρίση στηθάγχης, στις 18 Νοεμβρίου 1952.
Πηγή: http://3lyk-mytil.les.sch.gr
Εντωμεταξύ, συλλέγει εντυπώσεις που θα αφήσουν το αποτύπωμά τους σε μιαν ευαισθησία μοιρασμένη ανάμεσα στις εικόνες της ευτυχίας και της δυστυχίας. Την ίδια περίοδο δημοσίευε τα πρώτα του ποιήματα, αρχικά με τη συλλογή Το Χρέος και η Ανησυχία και αργότερα με τα Ποιήματα για την Ειρήνη (1918), τα οποία προκάλεσαν και το ενδιαφέρον του Ζαν Πωλάν, εκδότη της επιθεώρησης Spectateur. Παράλληλα, ο Ελυάρ γνωρίστηκε με τους Αντρέ Μπρετόν, Λουί Αραγκόν και Τριστάν Τζαρά, με τους οποίους συμμετείχε αρχικά στο κίνημα του ντανταϊσμού και αργότερα του υπερρεαλισμού. Αποτέλεσε έναν από τους ιδρυτές της επιθεώρησης των υπερρεαλιστών Litterature καθώς και της μεταγενέστερης έκδοσης La Revolution Surrealiste. Παρέμεινε στις τάξεις της υπερρεαλιστικής ομάδας του Παρισιού μέχρι το 1938. Ο υπερρεαλισμός παρέχει σ' αυτόν τις τεχνικές της λεκτικής ανανέωσης: ο λυρισμός του θα αντλήσει απ' αυτό το κίνημα μιαν επιστήμη της λέξης, της οποίας το πεδίο θα προσπαθήσει να διευρύνει. Θέλοντας να γίνει ο κληρονόμος όλης της γαλλικής ποιητικής παράδοσης, εργάζεται για τη σύνταξη της Ανθολογίας της παλιάς γαλλικής ποίησης, που θα δημοσιευθεί το 1951.
Το 1926 προσχωρεί στο κομμουνιστικό κόμμα, ενώ εμφανίζεται η πρώτη του σημαντική συλλογή, Η Πρωτεύουσα της οδύνης, για να ακολουθήσει, το 1929, η συλλογή Ο Έρωτας η Ποίηση. Τότε γνωρίζει και τη δεύτερη γυναίκα του, τη Νις, την οποία θα λατρέψει ως το θάνατό της, το 1946.
Το 1932 εμφανίζεται Η Άμεση Ζωή, το 1934 Το Δημόσιο Ρόδο.
Το 1933 έρχεται σε ρήξη με τον Αραγκόν και το κομμουνιστικό κόμμα. Το 1934 συνεργάζεται με τον Μπρετόν για το Συνοπτικό Λεξικό του Υπερρεαλισμού, ενώ συμμετέχει στην Επιτροπή Επαγρύπνυσης των Διανοουμένων.
Μια νέα περίοδος αρχίζει με Τα Γόνιμα Μάτια το 1936, στα οποία επιχειρεί μια στροφή προς τη σαφήνεια και απλότητα της γλώσσας, χωρίς αυτό να οδηγεί σε αποδυνάμωση του ονειρικού ή του φανταστικού. Κι αυτή η σύμπλευση του μυστικού με το απλό θα καθορίσει στο εξής όλο το έργο του Ελυάρ. Αυτή τον ωθεί να ξαναβρεί, μέσω της ποίησης, το νήμα της επαφής με την κοινή ανθρώπινη μοίρα.
Με αφορμή τον ισπανικό εμφύλιο και το βομβαρδισμό της Γκερνίκα (για την οποία γράφει το ομώνυμο ποίημα το 1938), ο Ελυάρ στρατεύεται οριστικά. Το 1936 γράφει: "Ήρθε ο καιρός που όλοι οι ποιητές έχουν το δικαίωμα και το καθήκον να υποστηρίξουν ότι είναι βαθιά βυθισμένοι μέσα στη ζωή των άλλων ανθρώπων, μέσα στην κοινή ζωή".
Το 1938 η Φυσική Ροή έρχεται να επεξηγήσει αυτή τη δήλωση, ενώ ο παγκόσμιος πόλεμος σπρώχνει τον Ελυάρ ακόμα περισσότερο σ' αυτό το δρόμο. Το 1940 παίρνει μέρος στην Αντίσταση. Επανασυνδέεται, το 1942, με τον Αραγκόν, με τον οποίο δημιουργεί την Εθνική Επιτροπή Συγγραφέων. Γράφει τις συλλογές Το Ανοιχτό Βιβλίο (1942), Ποίηση και Αλήθεια (1942 - 1943) (στην οποία ανήκει και το περίφημο ποίημα Λευτεριά), Στη Γερμανική Συνάντηση (1944). Αλλά η στράτευση δεν αποκλείει την παράλληλη αναζήτηση της γλωσσικής τελειότητας, κάτι που διακρίνουμε κυρίως στην Αδιάκοπη Ποίηση (1946).
Μετά τον πόλεμο βραβεύεται με το Μετάλλιο της Αντίστασης για τη στρατευμένη του ποίηση. Παντρεύεται την Ντομινίκ το 1951.
Λάτρης του ελληνικού πνεύματος, γράφει ποιήματα για την ελληνική αντίσταση. Το 1949 παρουσιάζει τη συλλογή του Ελλάδα Ρόδο μου της Λογικής κι έρχεται στη χώρα μας. Γνωρίζει τον Καζαντζάκη και το Σικελιανό και απαγγέλλει στις πλαγιές του Γράμμου, από τον τηλεβόα, ποιήματά του προς τιμήν των Ελλήνων ανταρτών.
Το έργο του Ελυάρ, ύμνος στον έρωτα και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, διακόπτεται όταν ο ποιητής πεθαίνει από κρίση στηθάγχης, στις 18 Νοεμβρίου 1952.
Πηγή: http://3lyk-mytil.les.sch.gr