Ο ΗΛΙΟΣ ΕΔΥΕ καὶ σκέφτηκε ὅτι εἶχε περάσει πολλὲς ὧρες
κοιτάζοντας τὸν ἴδιο οὐρανό. Τὰ σύννεφα δὲν κουνιόντουσαν
καθόλου. Εἶχαν μείνει κολλημένα στὸ ταβάνι, ἄλλα στρογγυλά,
ἄλλα τετράγωνα, ἀπὸ τὸ πρωί. Ἦταν ἡ ὥρα ποὺ ἔκλειναν οἱ
ἑταιρεῖες καὶ κοπάδια κουστουμιῶν κατέβαιναν τὴν ὄχθη, σὰν
μιὰ πολιτικὴ συγκέντρωση πιγκουίνων. Μπλὲ καὶ γκρὶ κουστούμια
μὲ πολύχρωμες γραβάτες γύρω ἀπὸ ἀναψοκοκκινισμένους
λαιμοὺς ποὺ λαχταροῦσαν νὰ καταπιοῦν δροσερὲς γουλιὲς μπύρας
ἀπὸ τὰ πὰμπ τῆς περιοχῆς. Εἶχε κρύο ἐκείνη τὴ μέρα καὶ οἱ
ἀνάσες τους ἔβγαιναν σὰν ξεφυσήματα μικρῶν δράκων,
ἑνώνονταν κάπου κάτω ἀπὸ τὸ πηγούνι τους καὶ πέφτανε βαριὲς
πάνω στὸν πάγο ποὺ εἶχε μαζευτεῖ στὰ κιγκλιδώματα τῆς ὄχθης.
H συνέχεια εδώ