ΑΛΛΟΙΜΟΝΟ», εἶπε ὁ ποντικός, «ὁ κόσμος φυραίνει μέρα μὲ τὴ μέρα.
Στὴν ἀρχὴ ἦταν τόσο μεγάλος ποὺ τρόμαζα κι ὅλο τό ’βαζα στὰ
πόδια, ὥσπου ἐπιτέλους ἀνακουφίστηκα ἀντικρίζοντας τείχη
δεξιὰ κι’ ἀριστερά, ποὺ ἂν καὶ βρίσκονταν ἀρκετὰ μακριά μου
σύντομα συνέκλιναν, κι ἤδη ἔχω βρεθεῖ στὸ τελευταῖο
δωμάτιο, ἐνῷ κάπου ἐκεῖ στὴ γωνία στέκει ἡ φάκα, στὴν ὁποία
καὶ τρέχω».