AΝΙΒΑΣ...», ἦταν ἀγαπημένη του τηλεφωνικὴ προτροπὴ κάθε μεσημέρι. Ἀντὶ γιὰ «ἀνέβα».
Δούλευε σὲ μεγάλο δικηγορικὸ γραφεῖο ποὺ ἀργὰ τὸ μεσημέρι ἐρήμωνε. Τότε ἀκριβῶς τηλεφωνοῦσε καὶ μὲ πρόσταζε: «Ἀνίβας…»
Μὲ περίμενε πίσω ἀπὸ τὸ γραφεῖο του ὁ ἴδιος καὶ πάνω στὸ γραφεῖο ἕνα ποτήρι νερωμένο —κατὰ τὴν ἰδιοτροπία μου— οὐίσκι. Ὁ ἴδιος βρισκόταν στὸ δεύτερο, ἔλεγε. Στὸ τρίτο καὶ βάλε ἦταν.
H συνέχεια εδώ