ΕΙΧΑ ΦΤΙΑΞΕΙ τὴ μικρή μου αὐτοκρατορία ἀνάμεσα στὸν τραπεζίτη καὶ στὸν φρονιμίτη τοῦ κήτους. Ὁ τραπεζίτης ἦταν χαλασμένος κι εἶχα χωθεῖ στὴν τρύπα αὐτὴ χρόνια τώρα. Δὲν θυμᾶμαι πότε μὲ κατάπιε. Πολλὲς φορὲς μὲ τὴ γλώσσα του προσπαθοῦσε νὰ μὲ βγάλει γιὰ νὰ μὲ πάει κατευθείαν στὴν κόκκινη ἄβυσσο τοῦ στομαχιοῦ του. Ὅμως γρήγορα χωνόμουνα στὴ δεύτερη τρυπούλα ποὺ εἶχα φτιάξει, στὴ ρίζα τοῦ φρονιμίτη, καὶ σωνόμουν. Βέβαια, μερικὲς φορὲς ἐνῶ γλεντοῦσα ἀπὸ μιὰ νίκη μου κινδύνευα, ἀλλὰ πάλι σωνόμουν τὴ τελευταία στιγμή. Οὐρανὸ ἔβλεπα μόνο ἂν ἄνοιγε τὸ στόμα του. Ζοῦσα μέσα στὸ νερὸ μαζί του: ἀνέπνεα κανονικά! Μόνο ποὺ δὲν μεγάλωνα. Καλύτερα, γιατί ἀλλιῶς δὲν θὰ χωροῦσα ἐκεῖ μέσα. Ζαρωμένη σὰν ἔμβρυο, καὶ τὸν περισσότερο καιρὸ ἀκίνητη. Κι αὐτὸ καλὸ ἦταν. Εἶδα πολλοὺς νὰ περνοῦν καὶ νὰ χάνονται μέσα του. Τουλάχιστον ζοῦσα.
Η συνέχεια εδώ