Τράνταζε το φορτηγό στον δρόμο, τραμπαλιζόταν κι η καρότσα πίσω με τους εργάτες που πήγαιναν πρωινοί και νυσταγμένοι στη δουλειά. Κι ο παιχνιδιάρης άνεμος κλότσησε κάποιου το ψάθινο καπέλο. Αυτός έκανε να το πιάσει, πήδηξε απ’ το φορτηγό κι άρχισε να το κυνηγά. Το φορτηγό έφευγε, ο άνθρωπος έτρεχε ξοπίσω απ’ το καπέλο που πετούσε. Πέρασαν ώρες, μέρες, εβδομάδες. Μήνες, οι εποχές και τα χρόνια. Το φορτηγό έφευγε κι ο άνθρωπος έτρεχε πίσω απ’ το καπέλο που πετούσε. Όταν διψούσε, έπινε από το βρόχινο νερό που μαζευόταν στη γούβα του καπέλου, τόσο, όσο να δώσει μια κλοτσιά ο άνεμος κι εκείνο να πετάξει πάλι μπροστά. Όταν ο άνθρωπος πεινούσε, το καπέλο γινόταν μια θηλή απ’ όπου βύζαινε για μια στιγμή το χώμα. Μα ώσπου να χορτάσει, ο άνεμος έδινε άλλη μια, και φλουπ! το καπέλο πέταγε ψηλά κι απομακρυνόταν. Όταν ο άνθρωπος φοβόταν, το καπέλο έφεγγε το φως του ήλιου που είχε μαζέψει την ημέρα. Κι έδειχνε στον άνθρωπο τον δρόμο.
Η συνέχεια εδώ