άνοιξα τα παράθυρά μου
και σ' είδα απ' όλα τα σημεία
χαρούμενη να κατεβαίνεις,
πλαγιά-πλαγιά τους ουρανούς,
πλαγιά-πλαγιά τους λόφους,
σαν άρχεσαι από την αρχή
κι απ' την πηγή του κόσμου.
Κουδούνια και χαμόγελα
το φόρεμά σου που το φιλούν,
και το γυρίζουν οι αύρες
στο γαλάζιο κι είσαι παντού
με μια αγκαλιά τριαντάφυλλα
που φέγγουν τις πέτρες
χρωματίζοντας
γύρω μου όταν βραδιάζει.
Μα όταν νυχτώνει,
κλείνοντας τα τέσσερα
παράθυρά μου,
ενώ στο σκούρο θαλασσί
παίρνουν ν' ανθίζουν τ' άστρα,
σμίγω έξω με του σύμπαντος
το μέγα φως, το φως σου,
λιώνοντας την εικόνα σου
σ' αχνά συννεφάκια.
Κι ενώ κάτω απ' τη στέγη μου
γέρνω το μέτωπό μου
κι ακούω σκυμμένος
του δικού μου κόσμου
τις καμπάνες,
απ' έξω υπάρχεις εσύ:
φως, στερέωμα, ουρανός