Σε ηλικία 15-16 ετών ο Κωστής είχε ήδη χάσει τους γονείς του και φιλοξενήθηκε από τότε στη γενέθλια πόλη του πατέρα του, το Μεσολόγγι. Η πληγωμένη ευαισθησία του τον έκανε κλειστό και αυτοσυγκεντρωμένο. Έβρισκε παρηγοριά στο γράψιμο στίχων και μάλιστα, με μια πρώιμη επίδοση, από την ηλικία των εννέα ετών.
Στην ποιητική συλλογή του «Τα τραγούδια της πατρίδας μου» καταχωρίσθηκε ένα μικρό ποίημα. Ο ποιητής αναφέρει τι ένιωσε όταν αντίκρισε τη νεκρή μητέρα του, σε ηλικία μόλις πέντε ετών.
Το ποίημα έχει τον τίτλο «Η υστερνή ματιά της»:
«Όταν η δόλια μάνα μου / τον κόσμο παρατούσε, / με πήγαν κι εγονάτισα / μικρό, πουλί, μπροστά της, την τελευταία της πνοή / ο Χάρος ερροφούσε...»
Ένα άλλο θλιβερό γεγονός που βύθισε σε βαθιά θλίψη τον Παλαμά ήταν ο θάνατος του πολύκλαυστου αγαπημένου του αγοριού, του Άλκη. Όσες ημέρες βρισκόταν στον «Ευαγγελισμό» κοντά στο άρρωστο παιδί του, που λέγεται ότι είχε όγκο στο κεφάλι, τόση ήταν η οδύνη του, που ο Χίος ποιητής Λάμπρος Πορφύρας, φιλολογικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Σύψωμου, έγραφε σε επιστολές του στον Κώστα Χατζόπουλο που βρισκόταν στη Φινλανδία: «Σπεύσον, χάνομεν τον Παλαμάν». Η βαθιά οδύνη του για τον θάνατο του Άλκη υπήρξεν ίσως η αιτία που έγραψε το αριστούργημά του, «Ο Τάφος», (1898).
Ο Παλαμάς συνέθεσε τον θρήνο του από τις 24 Φεβρουαρίου ως τις 9 Μαρτίου 1898, «έναν σταλακτίτη με τα δάκρυα της ψυχής του τα κρυφοσταλάζοντα μέσα του... Η φιλοσοφία της λύπης εκράτησε τα δάκρυα για να τα χύση εις λάμποντας στίχους». Ήταν τόση η απήχηση από το μουσικό άλγος του θρήνου, ώστε το βιβλίο ξανατυπώθηκε άλλες τρεις φορές και μεταφράστηκε στα αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά.
Ο Κωστής Παλαμάς τελείωσε το Δημοτικό και το Γυμνάσιο στο Μεσολόγγι και το 1875 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά η δίψα του για τα γράμματα και την ποίηση δεν τον άφησε να τελειώσει τις σπουδές του. Εγκατέλειψε τελικώς τη Θέμιδα, για να υπηρετήσει τις Μούσες. Συνεργάστηκε με εφημερίδες και περιοδικά και από το 1886 άρχισε να εκδίδει τους στίχους του σε βιβλία. Στις 27 Δεκεμβρίου 1887, παντρεύτηκε τη Μαρία Βάλβη.
Στις 15 Οκτωβρίου 1897, ο Παλαμάς διορίστηκε από τον τότε υπουργό Παιδείας Ανδρέα Παναγιωτόπουλο, γραμματεύς του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ο διορισμός του υπαγορεύθηκε από διάθεση τιμητική προς έναν ποιητή που κέρδιζε συνεχώς μεγαλύτερη θέση στον ελληνικό Παρνασσό. Γι’ αυτό και οι εφημερίδες του καιρού («Εστία», «Άστυ», «Ακρόπολις»), επήνεσαν ζωηρότατα την υπουργική απόφαση, βρίσκοντας την ευκαιρία να εγκωμιάσουν τον ποιητή.
Λέγεται ότι, όταν ο Παλαμάς παρουσιάστηκε να αναλάβει υπηρεσία, ο τότε πρύτανης του Πανεπιστημίου, κ. Αλ. Κρασσάς του είπε: «Ελπίζω, κύριε Παλαμά, τώρα που έχετε μια αξιοπρεπή θέση, ότι θα παύσετε... να γράφετε ποιήματα». Ευτυχώς, η ελπίδα διαψεύστηκε και η ελληνική τέχνη κέρδισε μια κορυφαία ποιητική φυσιογνωμία.
Λέγεται ότι, όταν ο Παλαμάς παρουσιάστηκε να αναλάβει υπηρεσία, ο τότε πρύτανης του Πανεπιστημίου, κ. Αλ. Κρασσάς του είπε: «Ελπίζω, κύριε Παλαμά, τώρα που έχετε μια αξιοπρεπή θέση, ότι θα παύσετε... να γράφετε ποιήματα». Ευτυχώς, η ελπίδα διαψεύστηκε και η ελληνική τέχνη κέρδισε μια κορυφαία ποιητική φυσιογνωμία.
Αργότερα, το 1911, η Σύγκλητος, εξαίροντας το έργο του και τις πολύτιμες υπηρεσίες του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αποφάσισε να ανανεώσει τη θητεία του και στο σημείο αυτό σημειώνουμε ότι αναφέρεται πλέον ως γενικός γραμματεύς. Το 1923, προάγεται ομόφωνα από τη Σύγκλητο «εις τον βαθμόν Υπουργικού Διευθυντού Πρώτης Τάξεως». Πάμπολλα είναι τα έγγραφα που συνέταξεν ο Παλαμάς κατά την τριαντάχρονη θητεία του στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ορισμένα από αυτά σώζονται στο Ιστορικό Αρχείο του ιδρύματος, σε χειρόγραφη ή δακτυλόγραφη μορφή και αποτελούν δείγμα της υπαλληλικής του ευσυνειδησίας. Το 1926, ο Παλαμάς υποβάλλει αίτηση για αποχώρηση από τη θέση του γενικού γραμματέα του Πανεπιστημίου, χωρίς όμως αυτή να γίνει αποδεκτή από τη Σύγκλητο.
Το 1928, ο ποιητής, κουρασμένος από τα χρόνια και το τιτάνιο συγγραφικό έργο του, αλλά και την κοπιώδη επιστασία της διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, επανέρχεται στο αίτημά του.Τότε, στη συνεδρίαση της Συγκλήτου της 1/3/1928, ο πρύτανης Νικόλαος Αλιβιζάτος ανακοίνωσε την αποδοχή της παραίτησής του και διάβασε την επιστολή με την οποία ο ποιητής ευχαριστούσε το Πανεπιστήμιο Αθηνών γιατί τον βοήθησε να αντεπεξέλθει στις βιοτικές ανάγκες του και να επιδοθεί παράλληλα στην ποίηση. Το ποιητικό έργο του τιμήθηκε με πλήθος αριστείων και τιμητικών διακρίσεων και ο Ρομαίν Ρολάν δήλωσε ότι ο Παλαμάς «είναι ο μεγαλύτερος σύγχρονος ποιητής της Ευρώπης».
Γόνιμος και πολύπλευρος ο Παλαμάς, ανησυχεί για όλα τα προβλήματα που βασανίζουν την ανθρώπινη σκέψη. Καμιά «σχολή» και καμιά τεχνοτροπία δεν θα μπορούσε να τον διεκδικήσει. Θα μπορούσε σεμνυνόμενος να πει: «Η ποίησή μου είμαι εγώ».
Ξεκίνησε με άμετρο θαυμασμό για τους Παράσχους, τους Σούτσους και τους άλλους ρομαντικούς της καθαρεύουσας, για να στραφεί, από τα πρώτα κιόλας βήματα, προς τη δημοτική και τα διδάγματα του Νικολάου Πολίτη, να δεχθεί αργότερα το κήρυγμα του Ψυχάρη και ν’ αναπτυχθεί σε προσωπικότητα πρώτου μεγέθους, συνδυάζοντας τη λόγια φαναριώτικη με τη δημοτική παράδοση κι αντλώντας από τους Αρχαίους και το Βυζάντιο, από το δημοτικό τραγούδι και τον Βαλαωρίτη και ταυτόχρονα από την ξένη λογοτεχνία και τη διανόηση, ιδίως από τη γαλλική ποίηση, από τον παρνασσισμό και τον ρομαντισμό ως τον συμβολισμό της πρώτης περιόδου. Και κατάφερε να τ’ αφομοιώσει όλα και να δημιουργήσει πολύτιμο έργο, με χαρακτήρα έντονα προσωπικό και εθνικό, απ’ όπου περνάει με αρραγή συνοχή και συνέχεια ολόκληρος ο ελληνισμός, ο αρχαίος, ο βυζαντινός και ο νεώτερος, ενώ απ’ την άλλη μεριά ακούγονται να σαλεύουν τα ρεύματα και τα μηνύματα της Ευρώπης.
Η ποίηση του Παλαμά είναι ένας ποταμός, που άλλοτε κατεβαίνει ορμητικός κι άλλοτε ήμερος και κουρασμένος, αφήνοντας να διαφανεί η λογοτεχνική και ποιητική του μεγαλοφυΐα. Μέσα σ’ όλη αυτή τη στιχοπλημμύρα θαυμάζει κανείς την παρατακτική απαρίθμηση εννοιών και πραγμάτων, αισθημάτων και εντυπώσεων. Η επιβολή του και στους διεθνείς πνευματικούς κύκλους είχε τέτοια ευρύτητα, ώστε το 1934 υπήρξε σοβαρότατος διεκδικητής του Βραβείου Νόμπελ.
Το Πανεπιστήμιο Αθηνών, όταν αποχώρησε από την υπηρεσία, του έδωσε «χάριν τιμής» σύνταξη ίση με τον τελευταίο μισθό του. Αργότερα ενέκρινε τιμητική ισόβια σύνταξη στον ποιητή του «Δωδεκάλογου» και ο Δήμος Αθηναίων. Η αγάπη είναι το συγκλονιστικό συναίσθημα, που κυριάρχησε στο έργο του Παλαμά, μια αγάπη απέραντη σαν τη θάλασσα, μια αγάπη για όλα, μα κυρίως για τη ζωή. Στη συλλογή του «Τα μάτια της ψυχής μου» (1892) καταχωρίσθηκε το ποίημά του «Ύμνος της ζωής». «...Ζωή δεν είναι τίποτε / γλυκύτερο στον κόμο / απ’ την πεντάμορφη ζωή / την ηλιοφωτισμένη!»
Το 1900, συνθέτει και δημοσιεύει ένα εκτεταμένο ποίημα σε δώδεκα μέρη με τίτλο «Οι Χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης» και το 1904 ακολουθεί η ποιητική συλλογή «Ασάλευτη ζωή».
Το 1907, τυπώνει το πιο πρωτότυπο έργο του, τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» και το 1910 τη «Φλογέρα του βασιλιά». Και στα δύο επικολυρικά ποιήματα, κυριαρχεί η μεγάλη αγάπη του για την πατρίδα και το όραμα του μέλλοντος και του πεπρωμένου της φυλής για τη «Μεγάλη Ιδέα».
Το 1912, δημοσιεύει την ποιητική συλλογή «Καημοί της λιμνοθάλασσας», που προέρχεται από τα νεανικά βιώματά του, όταν ζούσε στην Ιερή Πολιτεία.
Τον ίδιο χρόνο τυπώνει τη συλλογή του «Η Πολιτεία και η μοναξιά». Την επόμενη συλλογή του, «Βωμοί», δημοσιεύει το 1915? και το 1929 παρουσιάζεται στο κοινό με τη συλλογή του «Δειλοί και σκληροί στίχοι». Ακολουθούν πολλές άλλες συλλογές όπως «Περάσματα και χαιρετισμοί», «Οι νύχτες του Φήμιου» και «Ξανατονισμένη μουσική». Το τελευταίο είναι μετάφραση ποιημάτων Ευρωπαίων ποιητών.
Τον ίδιο χρόνο τυπώνει τη συλλογή του «Η Πολιτεία και η μοναξιά». Την επόμενη συλλογή του, «Βωμοί», δημοσιεύει το 1915? και το 1929 παρουσιάζεται στο κοινό με τη συλλογή του «Δειλοί και σκληροί στίχοι». Ακολουθούν πολλές άλλες συλλογές όπως «Περάσματα και χαιρετισμοί», «Οι νύχτες του Φήμιου» και «Ξανατονισμένη μουσική». Το τελευταίο είναι μετάφραση ποιημάτων Ευρωπαίων ποιητών.
Εκτός της όλης ποιητικής και φιλολογικής του εργασίας, ο Κωστής Παλαμάς άφησε δύο θεατρικά αριστουργήματα. Το δράμα «Τρισεύγενη» (1903) και τη νουβέλα «Ο θάνατος του παλληκαριού» το 1901.
Είναι καταπληκτικά όσα μας διασώζει για τον Κωστή Παλαμά, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος στην αυτοβιογραφία του, αποσπάσματα της οποίας δημοσιεύθηκαν στις «Επτά Ημέρες» της «Καθημερινής».
«Κατά το 1922, έβαλα τη μάνα μου να δακτυλογραφήση τα ποιήματά μου, όσα τότε φανταζόμουν παρουσιάσιμα, με τη σκέψη να τα υποβάλω στον Παλαμά. Έτσι, ένα πρωί, με τον θησαυρό μου υπό μάλης πήγα στο γραφείο του Γενικού Γραμματέως του Πανεπιστημίου, στο Κεντρικό Κτίριο. Δειλά και με την ψυχή τρεμάμενη χτύπησα την πόρτα και άκουσα ένα βραχνό “εμπρός”. Κάτω από τα πυκνά φρύδια με κοίταζαν ανιχνευτικά δύο βαθιά μάτια. Είπα το όνομά μου, την ιδιότητά μου και τον σκοπό της επίσκεψής μου. Ο άνθρωπος, συνηθισμένος από τέτοιες εισβολές, παρέλαβε τα χαρτιά που είχε φροντίσει να συρράψη η μάνα μου και μου είπε με μια εξαιρετική προσήνεια να περάσω μετά μία εβδομάδα να μου πη. Μετά μία εβδομάδα παρουσιάσθηκα με τον ίδιο τρόπο, στο ίδιο γραφείο. Ο Παλαμάς μου ζήτησε συγγνώμην διότι δεν πρόφτασε να με διαβάση. Αλλάξαμε μερικές φιλοφρονήσεις και έφυγα. Πάλι μετά μία εβδομάδα πήγα, αλλά και πάλι με παρακάλεσε να ξαναπάω σε μια εβδομάδα. Αρκετά απογοητευμένος ξανάφυγα, αλλά και αποφασισμένος να επιμείνω. Πραγματικά ξαναπήγα και τότε ο Παλαμάς με δέχθηκε αλλοιώτικα. » Μου είπε ένα σωρό καλά λόγια. Ιδίως ―και αυτό είχε για μένα τότε σημασία― να εξακολουθήσω να γράφω. Μιλήσαμε εκείνη τη φορά για ξένη ποίηση, για τις προτιμήσεις μου, δόθηκε στον Παλαμά η ευκαιρία να καταλάβει ότι είχα πολλά διαβάσει. Τότε με κάλεσε να πάω μια ορισμένη μέρα στο σπίτι του, Ασκληπιού 3, να κουβεντιάσωμε. Έτσι, άρχισα να είμαι τακτικός επισκέπτης του “κελλιού”. Ήταν για μένα το μεγάλο σχολείο. Είναι αδύνατο να πω τώρα τι διδάχτηκα από τον Παλαμά. Αλλά είναι βέβαιο πως άντλησα πολλά από τη σοφία του, από τις εκλάμψεις του πνεύματός του. Ήμουνα συνεπαρμένος από αυτόν τον βαθυστόχαστο ποιητή με την πλατειά σκέψη, με την ικανότητα να καταλαβαίνη κάθε είδους μορφές ποιητικού λόγου και να τις κρίνη με μια υπέροχη δικαιοσύνη. Εκείνο τον καιρό είχε φύγει ο Αλέξανδρος Εμπειρίκος για το εξωτερικό και ο Παλαμάς είχε γίνει το μόνο μου καταφύγιο, το παράθυρό μου προς τον ανοιχτό ορίζοντα.
Τον Σεπτέμβριο του 1922 μου διάβασε το ποίημά του για τη μικρασιατική συμφορά. “Τους Λύκους”. Διάβαζε πολύ ωραία. Κοντεύουν 60 χρόνια από τότε και ακόμη θυμάμαι τη συγκίνησή μου. Μου έκανε εντύπωση ότι, ενώ δεν ήξερε παρά μόνο γαλλικά, από πολύ μέτριες μεταφράσεις ―η γαλλική γλώσσα δεν μπορεί να αποδώση ξενόγλωσσα κείμενα― κατόρθωσε να καταλάβη Άγγλους, Γερμανούς και Ιταλούς ποιητές, χάρις στο διεισδυτικό του αισθητήριο.
Ώσπου να φύγω για τη Γερμανία, η επικοινωνία αυτή συνεχίσθηκε χωρίς διακοπή. Αλλά και όταν μετά τρία χρόνια γύρισα, ίσως όχι τόσο τακτικά, όμως πολύ συχνά, περνούσα μερικές ώρες στο “κελλί”, πάντα γόνιμες αλλά και ευχάριστες, διότι ο Παλαμάς, εκτός από τόσα άλλα που μου πρόσφερε, είχε χιούμορ, που το ασκούσε συνήθως εις βάρος του. Του άρεσε το αστείο και όταν του έλεγα κάτι που άξιζε να το διασκεδάσης, ξεκαρδιζόταν στα γέλια. »
Τακτικοί επισκέπτες στο “κελλί”, ήταν τα ίδια χρόνια μ’ εμένα και ο Κατσίμπαλης, κάποτε ο Δ. Αντωνίου (ο Καπετάνιος όπως τον λέγαμε, διότι εκτός από ποιητής ήταν και πλοίαρχος του εμπορικού ναυτικού), ο Σεφέρης, ο Καραντώνης ...
Τον ίδιο καιρό στην οδό Ασκληπιού ερχόταν και ο Σικελιανός ...
Το 1930 του ανήγγειλα ότι σχεδιάζω να γράψω μια μελέτη για το έργο του. Το χάρηκε. Λίγο όμως αργότερα έπαθε ένα εγκεφαλικό επεισόδιο από το οποίο συνήλθε, χωρίς όμως να ξαναγίνη ο παλιός Παλαμάς. Συγχρόνως με τον Παλαμά γκρεμίσθηκε και το “κελλί” του, όταν οι ιδιοκτήτες του αποφάσισαν να το κάνουν πολυκατοικία.
Ακολούθησε η αναγκαστική μετακόμιση από την οδό Ασκληπιού στην οδό Περιάνδρου 5 στην Πλάκα, ένα πιο άνετο σπίτι, πιο ευρύχωρο αλλά που δεν απόκτησε ποτέ την υποβλητικότητα και τη ζεστασιά του “κελλιού”, όπου είχε ζήσει γύρω στα 50 χρόνια.
Ο Παλαμάς ταξίδεψε σ’ όλο τον κόσμο με τη μελέτη και τη φαντασία του, βιώνοντας στην κυριολεξία την «Ασάλευτη ζωή», στο κελί του, στο ιστορικό σπίτι της οδού Ασκληπιού 3, στο ασκητήριό του, στην «Πολιτεία και μοναξιά», μέχρις ότου αναγκάσθηκε στα τελευταία χρόνια της ζωής του να μετακομίσει σ’ ένα δρόμο κάθετο της Φιλελλήνων, στην Περιάνδρου 5. Στο ονομαστό «σαλόνι» του ιστορικού σπιτιού της Ασκληπιού 3 συγκεντρώνονταν επί χρόνια οι εκπρόσωποι της φιλολογικής Αθήνας, και τα τελευταία χρόνια του στην οδό Περιάνδρου 5.
«Ο Παλαμάς ―γράφει ο Κώστας Στεργιόπουλος―, ανήκει κατά μέγα μέρος στην Ιστορία. Φτάνει όμως να επιχειρήσουμε για μια στιγμή να τον αφαιρέσουμε, για να δούμε πόσο μεγάλο κενό ανοίγεται και πόσο αλλάζει μονομιάς η όψη της συνέχειας. Θα μπορούσαμε ν’ αναρωτηθούμε κι εμείς μαζί με τον Άγρα: “Είναι λοιπόν ―αδίσταχτα― μεγάλος ο Παλαμάς; Δεν ξέρω μα τρέμω να φανταστώ τι θάταν η νεοελληνική ποίηση” ―ας προσθέσουμε και γενικότερα τα γράμματά μας― “χωρίς το ανάστημά του”. “Ένα παραμύθι δίχως γίγαντα; Mια χώρα δίχως βουνό; Μια θρησκεία δίχως προφήτη. Μια ιστορία δίχως ήρωα”». Ο Άγγελος Σικελιανός στην ομιλία του στον «Παρνασσό» το 1936 με θέμα: «Ο Παλαμάς ασκητής και μύστης», θέλοντας να τοποθετήσει την τελική εικόνα του ποιητή μπροστά στους ακροατές του, «απλά και καθαρά» όπως λέει, τον ονομάζει, άγιο.
«Ο Παλαμάς», γράφει, «εμόχθησε, έλπισε, αγάπησε, αιμάτωσε, αγωνίστηκε, ενίκησε, για μας. Ο Παλαμάς λοιπόν, είναι ένας άγιος». Ο Παλαμάς όντως εμόχθησε σκληρά σμιλεύοντας στίχους και πεζά σαν τον χρυσικό στο εργαστήρι του. Δεν χάρηκε την άνετη ζωή, ούτε τη φύση. Αποτυπώνει αυτόν τον πιο τρανό καημό του σε στίχους, στη συλλογή του «Η Πολιτεία και Μοναξιά».
Ο πιο τρανός καημός μου
Την ώρα την υπέρτατη που θα το σβη το φως μου
αγάλια αγάλια ο θάνατος, ένας θε να είν’ εμένα
ο πιο τρανός καημός μου.
Δε θα είν’ οι κούφιοι λογισμοί, τα χρόνια τα χαμένα,
της φτώχειας η έγνοια, του έρωτα η ακοίμητη λαχτάρα,
μια δίψα μέσ’ στο αίμα μου, προγονική κατάρα,
μήτε η ζωή μου η αδειανή συρμένη απ’ το μαγνήτη
πάντα της Μούσας, μήτ’ εσύ, χιλιάκριβό μου σπίτι.
Ο πιο τρανός καημός μου
θα είναι πως δε δυνήθηκα μ’ εσέ να ζήσω, ω πλάση,
πράσινη απάνου στα βουνά, στα πέλαγα, στα δάση,
θα είναι πως δε χάρηκα σκυφτός μέσ’ τα βιβλία,
ω φύση, ολάκερη ζωή, κι ολάκερη σοφία!
αγάλια αγάλια ο θάνατος, ένας θε να είν’ εμένα
ο πιο τρανός καημός μου.
Δε θα είν’ οι κούφιοι λογισμοί, τα χρόνια τα χαμένα,
της φτώχειας η έγνοια, του έρωτα η ακοίμητη λαχτάρα,
μια δίψα μέσ’ στο αίμα μου, προγονική κατάρα,
μήτε η ζωή μου η αδειανή συρμένη απ’ το μαγνήτη
πάντα της Μούσας, μήτ’ εσύ, χιλιάκριβό μου σπίτι.
Ο πιο τρανός καημός μου
θα είναι πως δε δυνήθηκα μ’ εσέ να ζήσω, ω πλάση,
πράσινη απάνου στα βουνά, στα πέλαγα, στα δάση,
θα είναι πως δε χάρηκα σκυφτός μέσ’ τα βιβλία,
ω φύση, ολάκερη ζωή, κι ολάκερη σοφία!
Ο Κωστής Παλαμάς, τρεις μέρες μετά την κήρυξη του Ελληνοαλβανικού πολέμου (1η Νοεμβρίου 1940), απευθύνεται στα νιάτα της Ελλάδας με ένα τετράστιχό του που επιγράφεται «Στη νεολαία μας».
«Αυτό κρατάει ανάλαφρο μεσ’ την ανεμοζάλη
το από του κόσμου τη βοή πρεσβυτικό κεφάλι,
αυτό το λόγο θα σας πω
δεν έχω άλλο κανένα
Μεθύστε με τ’ αθάνατο
κρασί του Εικοσιένα!»
Και τα παιδιά της Ελλάδας με τη φυσική λεβεντιά και πατριδολατρία τους αφουγκράσθηκαν τα λόγια του ποιητή και έγραψαν σελίδες δόξας και μεγαλείου στις δυσπρόσιτες και χιονισμένες κορυφές της Πίνδου και έτσι ο Κωστής Παλαμάς συνεπαρμένος απ’ τις νίκες των Ελλήνων γράφει το τελευταίο του ποίημα με τίτλο: «Η νίκη».
«Παιδιά μου ο πόλεμος, / για σας περνάει θριαμβευτής? / των άδικων ο πόλεμος / δεν είν’ εκδικητής / είναι ο θυμός της άνοιξης / και της δημιουργίας; / Κι’ αν είναι, και στον / πόλεμο μέσα η ζωή θυσία, / ο τάφος είναι πέρασμα / προς την Αθανασία!»
Ο ποιητής, εξαντλημένος ήδη, γερασμένος με άσπρα τα μαλλιά και τα γένια, άσπρα τα δασιά πυκνά φρύδια, που έπεφταν και σκέπαζαν σχεδόν τα μάτια του, δεν άντεξε στον χαμό της στοργικής συντρόφου του, που πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου 1943, και δεκαοκτώ ημέρες αργότερα προσευχόμενος και σιγοψέλνοντας έφυγε κι αυτός για την αιώνια ανάπαυση.
Έφυγε ο Παλαμάς που αναφέρθηκε στην ποίησή του σ’ όλες τις μεγάλες στιγμές της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης και με τον πλούτο των κοσμητικών του επιθέτων προσφώνησε την Παναγία με τα κατά τόπους ωραία επίθετά της, μαζεμένα απ’ όλη την Ελλάδα και αραδιασμένα αρμονικά στους εξής στίχους του: «Παντάνασσα, Ελεούσα, Γλυκοφιλούσα, Ακάθιστη, Γιάτρισσα, Πονολύτρα, Παραμυθιά, Περίβλεφτη, Πανάχραντη, Οδηγήτρα, Αντιφωνήτρια, Τριχερούσα, Βαγγελίστρα, Γοργοεπήκοη, Αθηναία, Ρωμαία, Φανερωμένη».
Πέθανε στις 3.20’ π.μ., ημέρα Σάββατο, της 27ης Φεβρουαρίου 1943. Το θλιβερό άγγελμα διαδόθηκε αστραπιαία από στόμα σε στόμα σ’ όλη τη γερμανοκρατούμενη πρωτεύουσα. Ο Παλαμάς δεν ανήκε πλέον στην οικογένειά του αλλά σ’ ολόκληρο το έθνος. Στην κηδεία του στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, μια λαοθάλασσα έψαλλε με ρίγη εθνικής συγκίνησης τον Εθνικό Ύμνο. Κι ενώ το φέρετρο κατέβαινε στον τάφο, ακούστηκε η βροντώδης και θαρραλέα φωνή του Άγγελου Σικελιανού στον ύστατο ποιητικό–εθνικό αποχαιρετισμό, που ήταν ταυτόχρονα και μια δυναμική αντιστασιακή πράξη μπροστά στα μάτια των εμβρόντητων κατακτητών.
«...Ηχήστε οι σάλπιγγες... / καμπάνες βροντερές / δονήστε σύγκορμη τη χώρα / πέρα ως πέρα... Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!
Σημαίες της λευτεριάς, ξεδιπλωθείτε!»
Πηγή: www.istoria.gr