Aπ’ το πουθενά πλησιάζει, συστήνεται σαν πόνος και ενοικιάζει το καλύτερο δωμάτιο του εγκεφάλου μου, -σκόνη είναι παγιδευμένη στη γωνία, κύκνος και θάνατος αργός, έχει τη γεύση κάποιου γλυκού, μη με ρωτάς τι γλυκό, έχω ξεχάσει αυτή την αίσθηση, λειτουργώ μόνο με το συναίσθημα-, αφήνει προκαταβολή δυο νοίκια μπροστά, δεν έχει οικογένεια μόνο μια τσάντα αλλαξιές για τα σαββατοκύριακα, φορά μαύρα κάτι θα πενθεί νομίζω δεν είμαι σίγουρος, κρατά στα χέρια του ρίζες, μια γλάστρα πλαστική και ένα ξύλινο παράθυρο δίχως τζάμια, δεν μιλά, ωραία λέω, ήσυχος φαίνεται, του δίνω τα κλειδιά, τον ξανακοιτώ, κάποιον μου θυμίζει, δεν βαριέσαι λέω, λάθος θα κάνω, αποκλείεται να ’ναι αυτός που πιστεύω, παίρνει τα κλειδιά λίγο βιαστικά, ανοίγει την πόρτα, πριν μπει στο δωμάτιο τον ακούω να ψιθυρίζει, κάτι σαν τραγούδι έμοιαζε, σκέφτηκα τι είδους πόνος είναι αυτός που τραγουδά, αλλά πάλι το τραγούδι είναι κι αυτό ένας πόνος , ένα μοναχικό παιχνίδι στην τράπουλα του χρόνου, το τραγούδι απαλύνει τον πόνο, στην έσχατη περίπτωση σε συμφιλιώνει με τον πόνο, για δες τώρα μήπως θέλει να γίνουμε φίλοι και μου το λέει έτσι γιατί ντρέπεται, αλλά θα τρελαθώ, πόνος και να ντρέπεται δεν υπάρχει, κάνω μια κίνηση να του μιλήσω, γυρίζει σαν να κατάλαβε τι σκεφτόμουνα και μου λέει:
- « …ο έρωτας είμαι…»!