Πώς γίναμε έτσι, καρδιά μου;
Ασυνάρτητες λέξεις καταντήσαμε
που ενός εφηβικού συναισθήματος
την τρομοκρατημένη όψη
σε ανέμπνευστα χαρτιά πεζογραφούνε.
Κι αυτό που επικρατούσα λογική το ονομάζουν
πώς στέγνωσε από μέσα μας το φως
και στο μυαλό μας κείτεται θλιμμένο το όνειρο
για την ανάπηρη, ψυχρή του φαντασία.
Πώς γίναμε έτσι, καρδιά μου;
Τα τετριμμένα περιθώρια είμαστε
που πάνω τους συντρίβεται ακέραιο το πέταγμα του Έρωτα
στους πρόποδες μιας άμεμπτης αλήθειας
κι εκείνα τα χρώματα τα παραμελημένα
που σκουριάζουν στις παλέτες καταθλιπτικών ζωγράφων.
Με μολυσμένα θαύματα
και υπερφορτωμένη μνήμη αισθαντική
απ΄το ασήμαντο περνάμε συχνά και μαθαίνουμε νέα του...
- Χαίρεται! Τι κάνετε;
- Σκατά. Ευχαριστώ.
Κάπου αλλού - μη με ρωτήσεις πού - να πάμε.
Μόνο να φύγουμε. Να φύγουμε από εδώ
από των φλύαρων ανθρώπων την βοή
από τα δήθεν, τα γιατί και τα δεν πρέπει
και απ΄αυτόν τον ουρανό που μας πλακώνει
και σαν κατάρα ξενυχτά πάνω απ΄ τις ευχές μας.
Εσύ πιστά να μου κρατάς το χέρι
και αυστηρά εγώ θα επιβλέπω τα εισιτήρια
και την απόσταση
που απ΄του κόσμου το ασαφές θα ξεμακραίνει.
Απ΄το παράθυρο - θυμήσου
αγάπες κι εραστές να τα πετάξω
το τελευταίο δάκρυ μου για όλα αυτά τα παρατεταμένα
αθόρυβα καθώς θα πέφτει στο παλτό σου.
Και να μπορούσα εκεί στου δρόμου τ΄ ανοιχτά
μαζί τους κι εσένα να σ΄αφήσω
σαν της ζωής μου να ήσουνα εσύ
η πιο ωραία και γεμάτη κατακλείδα.
Γεράσαμε, καρδιά μου
ή μήπως μας τσαλάκωσε
το βάρβαρο το πάτημα της Γνώσης;
Να λυπάσαι, δεν θέλω.
Η μοναξιά μας πια διαφημίζεται
σε άθραυστες, αντιαλλεργικές οθόνες...
Από τη συλλογή ...Με ταχύτητα καρδιάς, εκδ. Μπαρτζουλιάνος