Ο Χένρι Τσαρλς
Μπουκόφσκι ήταν ένας Αμερικανός ποιητής
και συγγραφέας, που έζησε κυρίως στο Λος Άντζελες της Αμερικής. Έγραψε πάνω από
50 βιβλία, καθώς και πολλά μικρότερα κομμάτια, και έχει αναγνωριστεί ως πολύ
σημαντικός για το είδος του, ενώ συχνά αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς και
ποιητές ως μεγάλη επιρροή.
Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι
γεννήθηκε στις 16 Αυγούστου του 1920, στη γερμανική πόλη Άντερναχ (Andernach). H μητέρα του ήταν
Γερμανίδα και ο πατέρας του ένας Πολωνο-Αμερικάνος στρατιώτης, ο οποίος ήταν
μέρος της στρατιωτικής δύναμης που είχε μείνει στη Γερμανία μετά τον 1ο
Παγκόσμιο Πόλεμο. Η οικογένεια μετανάστευσε στο Λος Άντζελες, όταν ο Τσαρλς
ήταν μόλις δύο ετών, ένα μέρος που τον επηρέασε πάρα πολύ στα γραπτά του.
O πατέρας του Τσαρλς αναφέρεται συχνά κι από τον ίδιο ως αρκετά βίαιος και
κλειστόμυαλος άνθρωπος. Προσπαθούσε να είναι απόλυτα νομοταγής, και
άποπειράθηκε να εμφυτεύσει στον γιο του τα δικά του ιδανικά, ώστε εκείνος να
γίνει ένα παραγωγικό και ωφέλιμο μέλος της κοινωνίας. Συχνά ήταν άνεργος και
έβγαζε τον πόνο και την αγωνία του πάνω στον Τσαρλς, δέρνοντάς τον
επανειλημμένα μέχρι τα δέκα του χρόνια. Το αποτέλεσμα ήταν ο Μπουκόφσκι να
αρχίσει να νιώθει την εγκατάλειψη και την απομόνωση, και να μένει συνειδητά
άπραγος με την έννοια της εναντίωσης, όχι μόνο απέναντι στον πατέρα του, αλλά
και σε ολόκληρη την κοινωνία. Ο πατέρας του Τσαρλς τον επηρέασε πάρα πολύ στη
ζωή του αλλά και στα γραπτά του. Είναι βασικός χαρακτήρας στη θεματολογία του,
και γράφει γι' αυτόν ακόμα και στα τελευταία του ποιήματα στο κρεβάτι ενός
νοσοκομείου, λίγο πριν πεθάνει.
Κατά τα σχολικά του
χρόνια, ο Μπουκόφσκι διάβασε πολύ. Όταν αποφοίτησε, γράφτηκε στο κολέγιο του
Λος Άντζελες για να σπουδάσει δημοσιογραφία και λογοτεχνία, ώστε να γίνει
συγγραφέας. Ένα χρόνο μετά, η μητέρα του έγινε έξαλλη όταν ανακάλυψε κάποια
κείμενά του, με τα οποία και τάισε τη μηχανή κουρέματος του γκαζόν. Ο
Μπουκόφσκι έφυγε από το σπίτι του και έζησε σαν αλήτης ταξιδεύοντας προς την
Ατλάντα. Εκεί έμεινε σε μια παράγκα όπου τρεφόταν καθημερινά με σοκολάτες.
Αναγκάστηκε να γυρίσει, όμως, κάποια στιγμή σπίτι του, κάτι που θα έκανε συχνά
τα επόμενα χρόνια όταν δε θα είχε πουθενά αλλού να πάει.
Όταν η Αμερική πήρε μέρος
ενεργά στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι φίλοι του και κυρίως ο πατέρας του, τον
πίεσαν να καταταγεί στο στρατό. Ο Μπουκόφσκι δεν ένιωθε πως ήθελε να πάει στον
πόλεμο, κι έτσι ξεκίνησε μια ζωή περιφερόμενου άστεγου. Τον Αύγουστο του 1944
κρίθηκε ακατάλληλος για να εκτίσει τη στρατιωτική του θητεία και αργότερα
κατέληξε για λίγο καιρό στη Νέα Υόρκη, όπου την περίοδο του πολέμου και σε
ηλικία 24 ετών, δημοσίευσε το πρώτο του διήγημα "Aftermath of a Lengthy Rejection Slip" στο περιοδικό Story Magazine. Η Νέα Υόρκη δεν τον κέρδισε, όμως, και σύντομα
έφυγε για πιο φιλόξενα μέρη.
Δυο χρόνια αργότερα,άλλο
ένα διήγημά του, το "20 Tanks From Kasseldown", θα δημοσιευθεί στο Portfolio IΙΙ. Ο Μπουκόφσκι
απογοητεύτηκε από τη αργή διαδικασία εκδόσεων των έργων του, και σταμάτησε το
γράψιμο για περίπου μία δεκαετία. Έζησε σε διάφορες πόλεις των Η.Π.Α, αλλά
κυρίως στο Λος Άντζελες. Την περίοδο αυτή, έκανε μια σειρά από απίθανες και
περίεργες δουλειές, ενώ κοιμόταν σε φτηνά, ενοικιαζόμενα δωμάτια. Στις αρχές
της δεκαετίας του '50, έπιασε προσωρινά δουλειά στο ταχυδρομείο ως ταχυδρόμος,
αλλά την παράτησε μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια. Το 1955 μπήκε αιμορραγώντας
εσπευσμένα στο νοσοκομείο απόρων, έχοντας "κερδίσει" ένα έλκος
στομάχου, που παρά λίγο να τον σκοτώσει.
Όταν βγήκε από το
νοσοκομείο, ο Μπουκόφσκι ξεκίνησε να γράφει ποίηση. Αν και εξελίχθηκε σε έναν
από τους πιο αυθεντικούς και με σημαντικότατη επιρροή μεταπολεμικούς ποιητές, ο
Μπουκόφσκι δεν έτυχε αναγνώρισης στην Αμερική, ούτε σε μεγάλα περιοδικά, ούτε
στην ακαδημία. To 1957 παντρεύτηκε την Μπάρμπαρα Φράι (Barbara Frye), η οποία εξέδιδε το ποιητικό περιοδικό Harlequin και άρχισε να
δημοσιεύει δουλειές του Μπουκόφσκι. Ο γάμος τους κράτησε περίπου δύο χρόνια.
Μετά το διαζύγιο, ο Μπουκόφσκι ξαναγύρισε στο πιοτό, στην ποίηση, αλλά και στο
ταχυδρομείο ως ταμίας, μια θέση την οποία κράτησε για πάνω από δώδεκα χρόνια.
Η πρώτη του ποιητική
συλλογή "Flower, Fist and Bestial Wail"
εκδόθηκε το 1959 σε ένα φυλλαδιάκι σε 200 αντίτυπα. Λίγο αργότερα, ο Jon Edgar Webb ο οποίος εξέδιδε το
περιοδικό "The Outsider", εντυπωσιάστηκε από τα ποιήματα του
Μπουκόφσκι και άρχισε να δημοσιεύει δουλειές του. Αφιέρωσε ένα ολόκληρο τεύχος
στον Μπουκόφσκι με τίτλο "Outsider of the Year", και τελικά αποφάσισε να εκδόσει μια
συλλογή της ποίησης του Μπουκόφσκι. Ο Μπουκόφσκι άρχισε να αποκτά φήμη σε underground περιοδικά και
εφημερίδες, ενώ ξεκίνησε και μια στήλη στην εφημερίδα "Open City" του Λος Άντζελες,
με το όνομα "Σημειώσεις ενός πορνόγερου" ("Notes of a Dirty Old Man"). Τα κείμενα της
στήλης αυτής εκδόθηκαν αργότερα σε ξεχωριστό βιβλίο.
Ο Μπουκόφσκι απέκτησε
μεγάλη φήμη στο εξωτερικό, και κυρίως στη Γερμανία, όπου μέχρι τα τέλη της
δεκαετίας του '70, ήταν ο πιο πετυχημένος Αμερικανός συγγραφέας εκεί. Φήμη
απέκτησε ακόμη στη Γαλλία, αλλά και σε άλλα μέρη της Ευρώπης, όχι όμως και στις
Η.Π.Α., όπου το κοινό δεν τον αποδέχθηκε, εκτός από ένα περιορισμένο αριθμό
φανατικών οπαδών του. Ο ίδιος ο Μπουκόφσκι φερόταν προκλητικά, και βοήθησε να
γίνει το όνομά του διαβόητο, προκαλώντας συνεχώς αρνητικές κριτικές εναντίον
του.
Το 1969, ο Τζον Μάρτιν (John Martin), εκδότης των Black Sparrow Press, δίνει 100$ το μήνα
στον Μπουκόφσκι για το υπόλοιπο της ζωής του, ώστε να ασχοληθεί μόνο με τη
συγγραφή. Ο Τσαρλς παραιτείται σε ηλικία 49 ετών από το ταχυδρομείο για να
αφοσιωθεί στο γράψιμο. Όπως εξήγησε κι ο ίδιος αργότερα σε ένα γράμμα:
"Έχω μία από τις δύο επιλογές -- να παραμείνω στο ταχυδρομείο και να τρελαθώ...
ή να μείνω εκεί έξω, να το παίξω συγγραφέας και να πεθάνω της πείνας. Αποφάσισα
να πεθάνω της πείνας.". Σε λιγότερο από ένα μήνα, έγραψε το πρώτο του
βιβλίο που ήταν το Ταχυδρομείο (Post Office), το οποίο εκδόθηκε το 1971.
Ο Τσαρλς Μπουκόφσκι,
πέθανε από λευχαιμία στις 9 Μαρτίου 1994, στο San Pedro της California, στην ηλικία των 73 ετών, λίγο καιρό αφότου είχε
τελειώσει το τελευταίο του βιβλίο "Αστυνομικό" (Pulp). Πάνω στον τάφο του
είναι γραμμένες οι λέξεις "Μην Προσπαθείς" (Don't Try). Σύμφωνα με τη γυναίκα του, το νόημα των
παραπάνω λέξεων έχει να κάνει με τις παρακάτω φράσεις: "Εάν σπαταλάς όλη
σου την ώρα προσπαθώντας, τότε το μόνο που πράττεις είναι να προσπαθείς. Γι' αυτό μην προσπαθείς. Πράξε" ("If you spend all your
time trying, then all you're doing is trying. So don't try. Just do").
O Μπουκόφσκι έκανε τα πρώτα του βήματα μέσα από μικρά περιοδικά στα τέλη του
'50, και συνέχισε κατ' αυτόν τον τρόπο μέχρι τις αρχές του '90. Τα ποιήματα και
τα διηγήματά του εκδόθηκαν αργότερα από τις Black Sparrow Press, σαν συλλογικοί τόμοι της δουλειάς του. Ήταν
πραγματικά ένας πολύ παραγωγικός συγγραφέας. Έγραψε χιλιάδες ποιήματα,
εκατοντάδες διηγήματα και έξι μυθιστορήματα, με αποτέλεσμα να εκδοθούν πάνω από
50 βιβλία του. Ακόμα και τώρα, 10 χρόνια μετά το θάνατό του, συνεχίζουν και
εκδίδονται βιβλία του με ανέκδοτο υλικό.
Σημαντική επιρροή στο
έργο του άσκησαν οι Άντον Τσέχοφ (Anton Chekhov), Knut Hamsun, Έρνεστ Χέμινγουεϊ (Ernest Hemingway), Τζον Φέιντ (John Fante), Λουί-Φερντινάντ Σελίν (Louis-Ferdinand Céline), Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (Fyodor Dostoyevsky), D.H. Lawrence και άλλοι, στους οποίους και αναφερόταν συχνά.
Πολύ μεγάλη επιροή είχε επίσης πάνω του και το Λος Άντζελες, και ήταν ένα από
τα αγαπημένα του θέματα. Σε μια συνέντευξη που έδωσε το 1974, είχε πει
χαρακτηριστικά: "Μένεις σε μια πόλη όλη σου τη ζωή, και καταλήγεις να
ξέρεις κάθε δρόμο. Γνωρίζεις ολόκληρο το χωροταξικό σχέδιο της πόλης. Έχεις μια
εικόνα του που βρίσκεσαι. ... Από τότε που μεγάλωσα στο Λ.Α., είχα πάντα τη
γεωγραφική και πνευματική αίσθηση ότι ήμουν εδώ. Είχα αρκετό χρόνο να μάθω την
πόλη. Δεν μπορώ να δω άλλο μέρος εκτός από το Λ.Α."
Τα έργα του Τσαρλς
Μπουκόφσκι είναι στην συντριπτική τους πλειοψηφία αυτοβιογραφικά, αν και ακόμη
κι αυτά, περιέχουν αρκετά φανταστικά στοιχεία. Έχοντας ζήσει περίπου μια
δεκαετία στο περιθώριο, μέσα από απορία, αλκοολισμό και συνεχείς καβγάδες,
συνέλεξε ένα τεράστιο ποσό εμπειριών, τις οποίες και άρχισε να αποτυπώνει σιγά
σιγά στα γραπτά του. Η φιγούρα του πατέρα του φαίνεται πως τον καταδιώκει
συνεχώς, αποτυπώνοντας άλλοτε μίσος και αηδία προς το πρόσωπό του, κι άλλοτε
μια ανθρώπινη κατανόηση, αναγνωρίζοντας τις συνθήκες που δημιούργησαν την
προσωπικότητα του πατέρα του.
Η εγκατάλειψη, ο πόνος, η
φτώχεια, η απελπισία, εκφράζονται όλα μέσω των πρώιμων έργων του Μπουκόφσκι. Οι
άνθρωποι που καταστράφηκαν επειδή δεν τους δόθηκε μια ευκαιρία, ή επειδή απλά
δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι καλύτερο στις ζωές τους. Αλκοολικοί, άστεγοι,
πόρνες, άνθρωποι που ζουν την κάθε στιγμή, χωρίς να περιμένουν τίποτα από το
αύριο. Ο Μπουκόφσκι κατάφερε να διεισδύσει στις ψυχές αυτών των ανθρώπων, και
να παρουσιάσει τα ταλέντα τους, τις προσωπικότητές τους, την ανθρωπιά τους. Με
τρόπο λυρικό και όχι επιθετικό, κατακρίνει τους πολιτικούς, τους στρατιωτικούς
και τον πόλεμο, το αμερικάνικο όνειρο και ολόκληρη την κοινωνία. Μετά τη
σχετική αναγνώρισή του και την εξέλιξη της κοινωνικής του κατάστασης, ο
Μπουκόφσκι αλλάζει λίγο και τη θεματολογία του. Παύει να μιλά μόνο για ιστορίες
χαμένων ανθρώπων. Συναναστρεφόμενος με διαφορετικούς ανθρώπους, διανθίζει τα
έργα του με σαρκαστικά σχόλια για την καινούρια του ζωή, ωριμάζοντας και
μαλακώνοντας λίγο το ύφος του.
Από τη στιγμή του θανάτου
του, ο Μπουκόφσκι έχει γίνει θέμα πάμπολλων άρθρων κριτικής απέναντι στη ζωή
και το έργο του. Αν και αγαπήθηκε από πολλούς απλούς ανθρώπους και έγινε
σύμβολο για ανθρώπους με ανικανότητες ή προβλήματα αλκοολισμού, οι ακαδημαϊκοί
κριτικοί έχουν δώσει ελάχιστη σημασία στα γραπτά του. Θεωρείται όμως από
πολλούς ως ένας πολύ σπουδαίος ποιητής, με μεγάλη επιρροή και πατέρας του
κινήματος του βρώμικου ρεαλισμού. Οι Ζαν Ζενέ (Jean Genet) και Ζαν-Πωλ Σαρτρ (Jean-Paul Sartre) τον είχαν χαρακτηρίσει ως τoν "μεγαλύτερο
ποιητή" της Aμερικής.
Πηγή: Βικιπαίδεια