Στα πλάγια χαμηλού βουνού, κατά το βοριά, είναι σκορπισμένα ανάμεσα στα δέντρα τα σπιτάκια του μικρού χωριού μου.
Αντίκρυ στο βουνό αυτό είναι άλλο, πιο ψηλό, γεμάτο έλατα.
Και κατά την ανατολή άλλο, γεμάτο βελανιδιές, και προς τη δύση, πολύ μακριά, φαίνονταν άλλα βουνά γυμνωμένα.
Από τα βουνά κατέβαιναν ρεματιές γεμάτες νερό, χειμώνα καλοκαίρι, που έκαναν το ποταμάκι, που περνούσε στα πόδια των σπιτιών, να ποτίζει τα περιβόλια και να γυρίζει δυο τρεις μύλους.
Το χειμώνα, πολλές φορές αυτό το ποταμάκι φούσκωνε και πλημμύριζε τις όχθες του. Πώς βούιζε τότε! Και δεν ήταν πια καθαρό, ήσυχο, παρά θολό, κοκκινωπό, σα να είχε θυμώσει, και έτρεχε με γρηγοράδα, αφρισμένο. Και όλος ο τόπος γέμιζε από τις φωνές του, από το βουητό του.
Το σπίτι του παππού μου, του Παπαμιχάλη, ήταν στη μέση του χωριού· κοντά του ήταν η μικρή εκκλησούλα, η φωλίτσα που μαζεύονταν οι χωρικοί τις Κυριακές και τις γιορτές.
Μα και τις καθημερινές ακόμη, όταν ήταν καλή μέρα, πήγαιναν οι γέροι στην αυλή της εκκλησίας, κάθονταν γύρω στα πεζούλια κι έλεγαν παλιές ιστορίες.
Πολύ μικρός ακόμη, μόλις άρχισα να περπατώ, πήγαινα κι εγώ στην αυλή της εκκλησίας.
Μα τι τούμπες έτρωγα εκεί! Γιατί περισσότερο κοίταζα ψηλά, παρά κάτω. Ώρες μπορούσα να γυρίζω, κοιτάζοντας τα πουλιά που πετούσαν από δέντρο σε δέντρο, ή τα σύννεφα που έτρεχαν στον ουρανό. Άλλοτε πάλι προσπαθούσα να χτυπήσω σφήκες με το σκούφο μου, όπως είχα ιδεί τον αδερφό μου να κάνει.
Και όταν έβλεπα κανέναν αετό να περνά, τότε ενθουσιαζόμουν τόσο, που πηδούσα, κουνούσα τα χέρια μου, φώναζα και έτρεχα κοιτάζοντάς τον. Και τότε ήταν αδύνατο να μην ξαπλωθώ χάμω. Κάποιος από τους γέρους θα έτρεχε και θα με σήκωνε.
«Για ιδές το παλικάρι!… δεν κλαίει!» έλεγε στους άλλους.
Και εγώ που ήμουν έτοιμος να κλάψω, κρατιόμουν και δεν έκλαια.
Μεγάλη ευχαρίστηση είχα να βλέπω τον ήλιο, το πρωί όταν έβγαινε, και το δειλινό, όταν τραβούσε κατά τη ρεματιά, για να κρυφτεί πίσω από τα μακρινά βουνά της δύσης.
Στο σπίτι, όλοι ήταν στο πόδι πριν βγει ο ήλιος. Και εγώ βρισκόμουν όρθιος μαζί μ’ αυτούς. Και θα κοίταζα να του ξεφύγω, για να τρέξω να ιδώ τον ήλιο, που θα πρόβαλλε πίσω από το βουνό.
– Θ’ ανέβω στο βουνό να πιάσω τον ήλιο! είχα ειπεί στον αδερφό μου μια μέρα, που με είχε πιάσει και με τραβούσε στο σπίτι.
– Ο ήλιος καίει, μικρούλη, μου είπε αυτός, και θα σε κάψει.
– Εμένα δε θα με κάψει, του απάντησα εγώ.
Το ίδιο είπα και στον παππού μου, ότι θ’ ανεβώ στο βουνό, να πιάσω τον ήλιο. Αυτός όμως μου είπε:
– Ανέβα πρώτα στο βουνό!…
Όλα αυτά μου τα θύμισαν έπειτα από χρόνια οι δικοί μου.
Πόση στενοχώρια είχα, όταν ήταν κακοκαιρία και δεν μπορούσα να τρέξω έξω! Και πιο πολύ όταν ήμουν πέντε ή έξι χρόνων, που κρυολόγησα και μ’ έκλεισαν αρκετόν καιρό μέσα.
Είχα βγει κι εγώ να δω το ποτάμι, που από μια μεγάλη βροχή είχε φουσκώσει, είχε πλημμυρίσει. Όλο το χωριό ήταν στο πόδι. Έτρεξαν και οι δικοί μου· πήγα από πίσω κι εγώ χωρίς να με δούνε.
Το ποτάμι ήταν αγνώριστο. Έτρεχε πλημμυρισμένο, μουγκρίζοντας σαν άγριο θηρίο. Άνθρωποι πολλοί στέκονταν από τη μια μεριά και την άλλη, και το κοίταζαν.
Και κοράκια πολλά, πάμπολλα, γύριζαν ψηλά και απάνω από το ποτάμι, και ξέσκιζαν τ’ αυτιά με τους κρωγμούς: κρα! κρα!
Έγινα παπί από τη βροχή, γιατί εξακολουθούσε να σιγοβρέχει.
Δεν έμεινα πολύ άρρωστος. Αλλά δε μ’ άφηναν να βγω έξω. Ερχόταν η εξαδέρφη μου, η Δαφνούλα, και παίζαμε. Μα εγώ δεν έμενα ευχαριστημένος. Ήθελα να είμαι έξω, να βλέπω τον ήλιο, τα σύννεφα, τα πουλιά, και προπάντων τα γεράκια, τα όρνια και τους αετούς.
Επιτέλους μια μέρα με άφησαν ελεύθερο. Είχε έρθει η άνοιξη. Πηδούσα σαν τρελός από τη χαρά μου, σαν τα πουλάκια που τ’ άφηναν ελεύθερα από το κλουβί.
Είχα πάρει κι ένα καλάμι και πηδώντας έλεγα:
Κάτι το θέλω το καλάμι!
Κάτι το θέλω το καλάμι!
– Και τι το θέλεις το καλάμι, μικρούλη; με ρώτησε ένας από τους γέρους, που καθόταν στο πεζούλι της αυλής της εκκλησίας.
Εγώ απάντησα τραγουδιστά:
Θ’ ανέβω στο βουνό,
να πιάσω τον ουρανό!…
Οι γέροι γέλασαν. Δεν ξέρω όμως γιατί γέλασαν. Για το τραγουδάκι μου, ή για κείνο που έλεγα να κάμω;
Λίγες μέρες υστερότερα με ξύπνησε η μητέρα μου, ενώ ήταν ακόμη νύχτα.
– Έλα, μου είπε, θα πας με τον παππού σου στην εκκλησία.
Και σε λίγο βρέθηκα στην αγκαλιά του παππού μου. Με ανέβασε αυτός σ’ ένα γαϊδουράκι και ξεκινήσαμε.
– Πού θα πάμε παππού; τον ερώτησα.
– Σ’ ένα εκκλησάκι, που είναι πάνω στο βουνό, μου απάντησε.
– Α, θα πιάσω τον ήλιο!…
– Ναι, ναι…
Έξαφνα άκουσα φωνές. Γύρισα πίσω, και στο θαμπό φως του φεγγαριού, που πήγαινε να βασιλέψει στο διπλανό βουνό, είδα το μεγαλύτερο αδερφό μου να κρατεί ένα δαυλί αναμμένο, τη θεια Αργυρώ και δυο τρεις γριούλες.
Όσο ανεβαίναμε το βουνό, τόσο το πρωινό αεράκι γινόταν πιο κρύο. Χώθηκα στην αγκαλιά του παππού.
Πήρα κι έναν ύπνο, και ξύπνησα όταν σταμάτησε το γαϊδουράκι.
– Έλα, φτάσαμε, μου είπε ο παππούς.
Το εκκλησιδάκι ήταν εμπρός μου φωτισμένο. Γύρω, σκοτεινιά. Με πήρε ο παππούς μέσα στο ιερό και μ’ έβαλε και κάθισα σ’ ένα σκαμνάκι. Ντύθηκε τα ιερά άμφιά του. Άκουσα έξω από το ιερό και μια γλυκιά φωνή, γνωστή, του αδερφού μου που έψελνε:
«Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς».
Δεν είχα καταλάβει πως είχε ξημερώσει. Αλλά ξαφνικά είδα να μπαίνουν από το φεγγίτη οι πρώτες ακτίνες του ήλιου.
Και σα να έμπαιναν μέσα γελαστές.
Πετάχτηκα έξω από το παραπορτάκι, να πιάσω τον ήλιο.
«Α, νά τος! Θα τον πιάσω…»
Μόλις όμως βγήκα έξω στη γυμνή κορυφή του βουνού, τα έχασα. Αντί να βρεθεί το φλογοκόκκινο τόπι στα χέρια μου, όπως ενόμιζα, φάνηκε χαμηλά, πολύ χαμηλά, να προβάλλει μέσα από κάτι που πρώτη φορά έβλεπα. Μέσα από κάποιον ουρανό που δεν ήταν απάνω, παρά κάτω. Βούλιαξε στο μέρος εκείνο ο ουρανός;
Μην ήταν εκεί κάτω τα παλάτια του;
Μου φαινόταν όμως πως δεν ήταν μακριά και ότι, αν περπατούσα λίγο, θα πήγαιναν κοντά. Και κίνησα να κατεβώ.
Δεν είχα όμως κάμει πολλά βήματα, κι ακούω τη φωνή του αδερφού μου να με φωνάζει. Γύρισα και τον είδα να έρχεται τρέχοντας.
– Πού πας, μαϊμουδάκι; μου φώναξε.
– Νά, νά, πάω να πιάσω τον ήλιο.
Αυτός γέλασε. Ήρθε κοντά και μ’ έπιασε από το χέρι.
– Έλα, έλα, μου είπε. Ο ήλιος δεν πιάνεται.
– Θα τον πιάσω γω!
– Α, μπράβο! Έλα τώρα, μη θυμώσει ο παππούς.
Και μ’ έσυρε μαζί του.
– Μα κείνο κει, πες μου, τι είναι; τον ερώτησα.
– Ποιο;
– Νά, εκείνο κει κάτω, που είναι σαν ουρανός.
– Αυτό; είναι η θάλασσα!
– Αυτή είναι η θάλασσα; Μπα!… Εκεί είναι και τα παλάτια του ήλιου;
– Ναι, εκεί είναι! Πάμε τώρα, σου είπα, μη θυμώσει ο παππούς, και τότε δεν έχει ούτε καρύδια ούτε σύκα!
Μου θύμισε τα σύκα και τα καρύδια που έφερνε από τις λειτουργίες ο παππούς, και γρήγορα, χωρίς καμιά αντίσταση, πήγα μαζί του.
Όταν βγήκαμε από την εκκλησία, ο ήλιος ήταν πολύ ψηλά. Μου φαινόταν πως με περιγελούσε.
«Σα θέλεις, έλα μονάχος σου μια μέρα να με πιάσεις» μου φάνηκε πως μου έλεγε.
«Πού θα μου πας, θα σε πιάσω» συλλογίστηκα μέσα μου.
(Aπό το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)
Αντίκρυ στο βουνό αυτό είναι άλλο, πιο ψηλό, γεμάτο έλατα.
Και κατά την ανατολή άλλο, γεμάτο βελανιδιές, και προς τη δύση, πολύ μακριά, φαίνονταν άλλα βουνά γυμνωμένα.
Από τα βουνά κατέβαιναν ρεματιές γεμάτες νερό, χειμώνα καλοκαίρι, που έκαναν το ποταμάκι, που περνούσε στα πόδια των σπιτιών, να ποτίζει τα περιβόλια και να γυρίζει δυο τρεις μύλους.
Το χειμώνα, πολλές φορές αυτό το ποταμάκι φούσκωνε και πλημμύριζε τις όχθες του. Πώς βούιζε τότε! Και δεν ήταν πια καθαρό, ήσυχο, παρά θολό, κοκκινωπό, σα να είχε θυμώσει, και έτρεχε με γρηγοράδα, αφρισμένο. Και όλος ο τόπος γέμιζε από τις φωνές του, από το βουητό του.
Το σπίτι του παππού μου, του Παπαμιχάλη, ήταν στη μέση του χωριού· κοντά του ήταν η μικρή εκκλησούλα, η φωλίτσα που μαζεύονταν οι χωρικοί τις Κυριακές και τις γιορτές.
Μα και τις καθημερινές ακόμη, όταν ήταν καλή μέρα, πήγαιναν οι γέροι στην αυλή της εκκλησίας, κάθονταν γύρω στα πεζούλια κι έλεγαν παλιές ιστορίες.
Πολύ μικρός ακόμη, μόλις άρχισα να περπατώ, πήγαινα κι εγώ στην αυλή της εκκλησίας.
Μα τι τούμπες έτρωγα εκεί! Γιατί περισσότερο κοίταζα ψηλά, παρά κάτω. Ώρες μπορούσα να γυρίζω, κοιτάζοντας τα πουλιά που πετούσαν από δέντρο σε δέντρο, ή τα σύννεφα που έτρεχαν στον ουρανό. Άλλοτε πάλι προσπαθούσα να χτυπήσω σφήκες με το σκούφο μου, όπως είχα ιδεί τον αδερφό μου να κάνει.
Και όταν έβλεπα κανέναν αετό να περνά, τότε ενθουσιαζόμουν τόσο, που πηδούσα, κουνούσα τα χέρια μου, φώναζα και έτρεχα κοιτάζοντάς τον. Και τότε ήταν αδύνατο να μην ξαπλωθώ χάμω. Κάποιος από τους γέρους θα έτρεχε και θα με σήκωνε.
«Για ιδές το παλικάρι!… δεν κλαίει!» έλεγε στους άλλους.
Και εγώ που ήμουν έτοιμος να κλάψω, κρατιόμουν και δεν έκλαια.
Μεγάλη ευχαρίστηση είχα να βλέπω τον ήλιο, το πρωί όταν έβγαινε, και το δειλινό, όταν τραβούσε κατά τη ρεματιά, για να κρυφτεί πίσω από τα μακρινά βουνά της δύσης.
Στο σπίτι, όλοι ήταν στο πόδι πριν βγει ο ήλιος. Και εγώ βρισκόμουν όρθιος μαζί μ’ αυτούς. Και θα κοίταζα να του ξεφύγω, για να τρέξω να ιδώ τον ήλιο, που θα πρόβαλλε πίσω από το βουνό.
– Θ’ ανέβω στο βουνό να πιάσω τον ήλιο! είχα ειπεί στον αδερφό μου μια μέρα, που με είχε πιάσει και με τραβούσε στο σπίτι.
– Ο ήλιος καίει, μικρούλη, μου είπε αυτός, και θα σε κάψει.
– Εμένα δε θα με κάψει, του απάντησα εγώ.
Το ίδιο είπα και στον παππού μου, ότι θ’ ανεβώ στο βουνό, να πιάσω τον ήλιο. Αυτός όμως μου είπε:
– Ανέβα πρώτα στο βουνό!…
Όλα αυτά μου τα θύμισαν έπειτα από χρόνια οι δικοί μου.
Πόση στενοχώρια είχα, όταν ήταν κακοκαιρία και δεν μπορούσα να τρέξω έξω! Και πιο πολύ όταν ήμουν πέντε ή έξι χρόνων, που κρυολόγησα και μ’ έκλεισαν αρκετόν καιρό μέσα.
Είχα βγει κι εγώ να δω το ποτάμι, που από μια μεγάλη βροχή είχε φουσκώσει, είχε πλημμυρίσει. Όλο το χωριό ήταν στο πόδι. Έτρεξαν και οι δικοί μου· πήγα από πίσω κι εγώ χωρίς να με δούνε.
Το ποτάμι ήταν αγνώριστο. Έτρεχε πλημμυρισμένο, μουγκρίζοντας σαν άγριο θηρίο. Άνθρωποι πολλοί στέκονταν από τη μια μεριά και την άλλη, και το κοίταζαν.
Και κοράκια πολλά, πάμπολλα, γύριζαν ψηλά και απάνω από το ποτάμι, και ξέσκιζαν τ’ αυτιά με τους κρωγμούς: κρα! κρα!
Έγινα παπί από τη βροχή, γιατί εξακολουθούσε να σιγοβρέχει.
Δεν έμεινα πολύ άρρωστος. Αλλά δε μ’ άφηναν να βγω έξω. Ερχόταν η εξαδέρφη μου, η Δαφνούλα, και παίζαμε. Μα εγώ δεν έμενα ευχαριστημένος. Ήθελα να είμαι έξω, να βλέπω τον ήλιο, τα σύννεφα, τα πουλιά, και προπάντων τα γεράκια, τα όρνια και τους αετούς.
Επιτέλους μια μέρα με άφησαν ελεύθερο. Είχε έρθει η άνοιξη. Πηδούσα σαν τρελός από τη χαρά μου, σαν τα πουλάκια που τ’ άφηναν ελεύθερα από το κλουβί.
Είχα πάρει κι ένα καλάμι και πηδώντας έλεγα:
Κάτι το θέλω το καλάμι!
Κάτι το θέλω το καλάμι!
– Και τι το θέλεις το καλάμι, μικρούλη; με ρώτησε ένας από τους γέρους, που καθόταν στο πεζούλι της αυλής της εκκλησίας.
Εγώ απάντησα τραγουδιστά:
Θ’ ανέβω στο βουνό,
να πιάσω τον ουρανό!…
Οι γέροι γέλασαν. Δεν ξέρω όμως γιατί γέλασαν. Για το τραγουδάκι μου, ή για κείνο που έλεγα να κάμω;
Λίγες μέρες υστερότερα με ξύπνησε η μητέρα μου, ενώ ήταν ακόμη νύχτα.
– Έλα, μου είπε, θα πας με τον παππού σου στην εκκλησία.
Και σε λίγο βρέθηκα στην αγκαλιά του παππού μου. Με ανέβασε αυτός σ’ ένα γαϊδουράκι και ξεκινήσαμε.
– Πού θα πάμε παππού; τον ερώτησα.
– Σ’ ένα εκκλησάκι, που είναι πάνω στο βουνό, μου απάντησε.
– Α, θα πιάσω τον ήλιο!…
– Ναι, ναι…
Έξαφνα άκουσα φωνές. Γύρισα πίσω, και στο θαμπό φως του φεγγαριού, που πήγαινε να βασιλέψει στο διπλανό βουνό, είδα το μεγαλύτερο αδερφό μου να κρατεί ένα δαυλί αναμμένο, τη θεια Αργυρώ και δυο τρεις γριούλες.
Όσο ανεβαίναμε το βουνό, τόσο το πρωινό αεράκι γινόταν πιο κρύο. Χώθηκα στην αγκαλιά του παππού.
Πήρα κι έναν ύπνο, και ξύπνησα όταν σταμάτησε το γαϊδουράκι.
– Έλα, φτάσαμε, μου είπε ο παππούς.
Το εκκλησιδάκι ήταν εμπρός μου φωτισμένο. Γύρω, σκοτεινιά. Με πήρε ο παππούς μέσα στο ιερό και μ’ έβαλε και κάθισα σ’ ένα σκαμνάκι. Ντύθηκε τα ιερά άμφιά του. Άκουσα έξω από το ιερό και μια γλυκιά φωνή, γνωστή, του αδερφού μου που έψελνε:
«Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς».
Δεν είχα καταλάβει πως είχε ξημερώσει. Αλλά ξαφνικά είδα να μπαίνουν από το φεγγίτη οι πρώτες ακτίνες του ήλιου.
Και σα να έμπαιναν μέσα γελαστές.
Πετάχτηκα έξω από το παραπορτάκι, να πιάσω τον ήλιο.
«Α, νά τος! Θα τον πιάσω…»
Μόλις όμως βγήκα έξω στη γυμνή κορυφή του βουνού, τα έχασα. Αντί να βρεθεί το φλογοκόκκινο τόπι στα χέρια μου, όπως ενόμιζα, φάνηκε χαμηλά, πολύ χαμηλά, να προβάλλει μέσα από κάτι που πρώτη φορά έβλεπα. Μέσα από κάποιον ουρανό που δεν ήταν απάνω, παρά κάτω. Βούλιαξε στο μέρος εκείνο ο ουρανός;
Μην ήταν εκεί κάτω τα παλάτια του;
Μου φαινόταν όμως πως δεν ήταν μακριά και ότι, αν περπατούσα λίγο, θα πήγαιναν κοντά. Και κίνησα να κατεβώ.
Δεν είχα όμως κάμει πολλά βήματα, κι ακούω τη φωνή του αδερφού μου να με φωνάζει. Γύρισα και τον είδα να έρχεται τρέχοντας.
– Πού πας, μαϊμουδάκι; μου φώναξε.
– Νά, νά, πάω να πιάσω τον ήλιο.
Αυτός γέλασε. Ήρθε κοντά και μ’ έπιασε από το χέρι.
– Έλα, έλα, μου είπε. Ο ήλιος δεν πιάνεται.
– Θα τον πιάσω γω!
– Α, μπράβο! Έλα τώρα, μη θυμώσει ο παππούς.
Και μ’ έσυρε μαζί του.
– Μα κείνο κει, πες μου, τι είναι; τον ερώτησα.
– Ποιο;
– Νά, εκείνο κει κάτω, που είναι σαν ουρανός.
– Αυτό; είναι η θάλασσα!
– Αυτή είναι η θάλασσα; Μπα!… Εκεί είναι και τα παλάτια του ήλιου;
– Ναι, εκεί είναι! Πάμε τώρα, σου είπα, μη θυμώσει ο παππούς, και τότε δεν έχει ούτε καρύδια ούτε σύκα!
Μου θύμισε τα σύκα και τα καρύδια που έφερνε από τις λειτουργίες ο παππούς, και γρήγορα, χωρίς καμιά αντίσταση, πήγα μαζί του.
Όταν βγήκαμε από την εκκλησία, ο ήλιος ήταν πολύ ψηλά. Μου φαινόταν πως με περιγελούσε.
«Σα θέλεις, έλα μονάχος σου μια μέρα να με πιάσεις» μου φάνηκε πως μου έλεγε.
«Πού θα μου πας, θα σε πιάσω» συλλογίστηκα μέσα μου.
(Aπό το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)