Δός μου τὴν ἡδονὴ τῆς ἡδονῆς,
ζωὴ τῆς ζωῆς, τῆς μέθης νύχτα,
ὀδύνη.
Τὸ ἐρωτικὸν ἀπόσταγμα μοῦ ἡδύνει
τὴν ὑπερφίαλη σκέψη ποὺ πονεῖ.
Μόνο, τὴ γεύση ἀγάπησα μόνο, ὤ
πονῶ πέρ᾿ ἀπ᾿ τὴν αἴσθησή του
χώρου
τῆς γῆς, πέρ᾿ ἀπ᾿ τὰ μάκρη αὐτὰ
πονῶ!
Δὲ νιώθω, δὲν αἰσθάνομαι καθὼς
ἄνθρωπος, μὰ αἰσθάνομαι θεὸς
κι ὡς θεὸς ζοῦσα, μεθοῦσα, πλήρης
ἀπὸ ἔρωτα καὶ δόξα κι ὀμορφιά...
Πάνω στὰ σουβλερὰ καρφιά,
σὰν ἀσκητὴς ἔλα κι ἐσὺ νὰ γείρεις,
τὸν ἴλιγγο νὰ δεῖς, τὸ δέος νὰ δεῖς,
νὰ φτάσεις στὴ σιγὴ καὶ στὸ κενὸ
νὰ φτάσεις,
κι ὡς ἄνθος τὸν ἑαυτό σου νὰ μαδεῖς.
Κι ὅταν σταθεῖς στὸ τελευταῖο σκαλὶ
τοῦ ἔρωτα καὶ τοῦ πόνου, ἕνα φιλὶ
ἀπὸ τὴν πεῖρα τὴν τόση νὰ κρατεῖς:
φιλὶ ἄγριο καὶ ζεστὸ νὰ μὲ δαμάσεις.