AΓΑΠΗΤΕ μου Ἀλέξανδρε,
στὴν πόλη αὐτὴ ἀπ’ ὅπου σοῦ γράφω
τώρα αὐτὸ τὸ γράμμα, καὶ δέξου το σὲ παρακαλῶ σὰν μιὰ
ἀπειροελάχιστη ἔκφραση εὐγνωμοσύνης γιὰ τὸ ἔργο σου πού,
ἐδῶ στὴν ξενιτιά, εἶναι ἡ μόνη πατρίδα ποὺ ἔχω καὶ περνῶ ἀπὸ
τὸ ἕνα διήγημα στὸ ἄλλο ὅπως ἐσὺ περνοῦσες ἀπὸ τὸ ἕνα στὸ
ἄλλο ἀκρογιάλι τοῦ νησιοῦ σου, λοιπὸν στὴν πόλη αὐτὴ ποὺ τὴ λὲν
Καγιούγκα, ἕξι ὧρες μὲ τὸ αὐτοκίνητο ἀπὸ τὴ Νέα Ὑόρκη,
ἔφτασα προχτές. Ταξιδεύαμε νύχτα καὶ σ’ ὅλο τὸ δρόμο ἐνῶ τὸ
ραδιόφωνο τοῦ αὐτοκινήτου ἔπαιζε χριστουγεννιάτικους
ὕμνους, μερικοὺς τοὺς ἤξερα, κι ἔβλεπα ἔξω ἀπ’ τὸ παράθυρο
τὰ μικρὰ σπίτια τῆς ἐξοχῆς, ὅλα φωτισμένα μὲ γιρλάντες ἀπὸ
φῶτα, μὲ δέντρα χριστουγεννιάτικα στὰ κάδρα τῶν παραθυριῶν.
Μερικὰ εἶχαν ὁλόκληρη τὴ σκηνὴ τῆς Γέννησης ἔξω ἀπὸ τὶς
πόρτες τους. Εἶχε χιονίσει, μὲς στὸ πυκνὸ σκοτάδι τοῦ
παγετώνα, μοιάζαν παραμυθένια. Μὰ περισσότερο ἀπ’ ὅλα
ἐκείνη τὴ στιγμὴ νοσταλγοῦσα τὰ κάλαντά σου: «Χριστούγεννα,
πρωτούγεννα, πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου, ἐβγᾶτε, ἀκοῦστε,
μάθετε τώρα ὁ Χριστὸς γεννιέται.»