Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

1 Ιουλ 2020

ΜΙα ιστορία τιμιότητας, Γεωργία Δεληγιαννοπούλου


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στο ραδιόφωνο παίζει τώρα το τελευταίο σουξέ της Λώρας Μίχα: “Τα συλλυπητήρια μου”. Ένα τιμωρητικό τραγούδι για την απιστία, σκέφτεται ο κύριος Χάρης την ώρα που βγάζει το πορτοφόλι του για να πληρώσει τον ταξιτζή. Ο κύριος Χάρης ουδεμία σχέση έχει με τη Λώρα Μίχα και τα σουξέ της. Έχει ωστόσο το χάρισμα - ή το κουσούρι, ανάλογα - να ακούει προσεκτικά τα πάντα, ακόμα και τα πράγματα που κατά βάθος περιφρονεί. Απόμακρος, λιγομίλητος, αλλά και κρυψίνους, σου δίνει από την πρώτη στιγμή την αίσθηση ενός ανθρώπου ευγενικού και συγκροτημένου. Ανώτατος διοικητικός υπάλληλος γαρ στα Δικαστήρια της Ευελπίδων, με γνώσεις και επίπεδο.
Ο κύριος Χάρης ακούει με φλέγμα:

«Όχι, χάρη δεν σου κάνω
δεν πέφτω στα πατώματα
για σένα να πεθάνω
Τέλειωσαν τα καμώματα
λάθη δεν ξανακάνω
(Ρεφρέν)
Τέλειωσες για μένα, αγά μου, αγά μου, αγά μου,
Τα συλλυπητήριά μου (δις)
όχι, όχι δε θα κλάψω
θα σε θάψω θα σε θάψω
τη ζωή μου θα αλλάξω
άσπρο το μαλλί μου βάφω
και σ’ αφήνω μες στον τάφο»
κοκ…
Ο κύριος Χάρης βγάζει από το πορτοφόλι του τα τρισήμιση ευρώ της διαδρομής. Κάτι τον απασχολεί στο τραγούδι. Κι αυτός δεν ξέρει τι ακριβώς. Οι στίχοι, η μουσική, το τσιφτετέλι με το τέκνο μπιτ, ή η λαγγεμένη φωνή της Λώρας; Μπερδεύεται… Κι αυτός δεν ξέρει… Δυσκολεύεται, - ποιος αυτός με τέτοια συγκρότηση; - να συνδυάσει τα πολλαπλά ερεθίσματα. Ίσως επειδή μόλις πριν λίγα λεπτά βγήκε από το πρώτο του θερινό σινεμά. “Η γοητεία της αμαρτίας”, αγαπημένη ταινία από τα φοιτητικά χρόνια. Την ξαναείδε με συγκίνηση. Με όλους τους κανόνες του social distancing. Μετά φόρεσε την υφασμάτινη μάσκα του, μπήκε στο πρώτο ταξί, απολύμανε τα χέρια του με το αντισηπτικό - στην τσέπη του - κι αναστέναξε ήσυχα, φέρνοντας ξανά στο νου του εικόνες κι αισθήματα της αγαπημένης ταινίας. Η Λώρα, όμως, εν τέλει τον αποσυντόνισε…
Πληρώνει. Βγαίνει από το ταξί. Είναι περασμένες δώδεκα. Καληνυχτίζει τον ταξιτζή και κλείνει μαλακά την πόρτα.
Και κάπου εδώ αρχίζει η ιστορία μας…

Ι.
Ζούμε στην εποχή του covid υπ’ αριθμ. 19, μπορεί και 20 και 21. Καλοκαίρι 2020, Ιούνιος, τέλη, Κυριακή. Περιοχή Αχαρνών. Ο κύριος Χάρης ένας μοναχικός μεσήλικας. Ίσως και στα όρια της τρίτης ηλικίας. Άλλα στοιχεία της ζωής του δεν μας αφορούν. Μόνο ένα επιπλέον των όσων έχουμε ήδη επισημάνει: αφαιρείται! Αυτός ο τόσο συγκροτημένος άνθρωπος, που με μεγάλη συνέπεια διαχειρίζεται τη χαρτούρα των δικαστηρίων – υπερβολικά αργός, βέβαια, κατά τη μαρτυρία κάποιων συναδέλφων του, αλλά δεν θα τον επιτιμήσουμε γι’ αυτό τώρα – αυτός λοιπόν ο σχολαστικός εργάτης, όταν του δώσεις πάνω από δύο θέματα να επεξεργαστεί, κάτι παθαίνει, το μυαλό του μπαίνει σε κατάσταση αδράνειας, ακινητοποιείται. Θα μπορούσαμε να τον χαρακτηρίσουμε χάριν ευκολίας αφηρημένο, αλλά αυτό δεν θα ήταν απολύτως ακριβές. Ο κύριος Χάρης τίποτα δεν θα πάθαινε αν το τραγούδι της Λώρας Μίχα δεν είχε εισβάλει έτσι αναπάντεχα στο πεδίο της προσοχής του. Και πράγματι. Λίγα βήματα μετά, πριν καλά καλά βάλει το κλειδί στην πόρτα της εισόδου, είχε ανακτήσει ήδη την διαύγειά του. Αλλά ήταν πλέον αργά.
Την ίδια στιγμή που το ταξί μαρσάροντας απομακρυνόταν στον άδειο δρόμο, ο κύριος Χάρης φώναξε απελπισμένα: «Το πορτοφόλι μου! Μα τι μαλάκας που είμαι!»...

ΙΙ.
Ένα μαύρο δερμάτινο πορτοφόλι ταξιδεύει στην Αχαρνών ακουμπισμένο στο πίσω κάθισμα του υπ’ αριθμόν ΤΑΖ 2525 αυτοκινήτου ταξί. Ο ταξιτζής δεν το έχει αντιληφθεί, κοιτάζει μόνο μπροστά, ψάχνοντας τον επόμενο πελάτη. Η κυριακάτικη νύχτα ζεστή και ήσυχη, αλλά σαν να περιφέρεται μια αμηχανία τριγύρω, στις διαθλάσεις του φωτός πάνω στο οδόστρωμα και στα γλιτσερά πεζοδρόμια. Οι άνθρωποι λιγοστοί, όλοι Ασιάτες κι Αφρικανοί, προχωράν με ραστώνη σαν να μην πηγαίνουν πουθενά, ή να μην έρχονται από κάπου… Περπατούν με την αδιαπραγμάτευτη σιγουριά μιας προσωρινής μονιμότητας. Ίσως φταίει αυτό λοιπόν που κάνει τη νύχτα να μοιάζει περίπλοκη, ίσως και ο άοκνος ιστός από αόρατους φόβους που μολύνει δικαίους και αδίκους. Μιμούνται βέβαια οι άνθρωποι τον τρόπο που ζούσαν στην προ covid εποχή, κυκλοφορούν όπως πριν, αλλά ακόμα και μέσα στην συνήθη κίνηση των αυτοκινήτων ή των πεζών, διακρίνεις την ίδια αίσθηση της προσωρινής μονιμότητας που έχει το λίκνισμα του μετανάστη, σαν να έχει διαχυθεί παντού στην ατμόσφαιρα η παντοδυναμία του προσωρινού.
Κάτι παρόμοιο ίσως σκεφτόταν η Ελίνα, δευτεροετής φοιτήτρια του Παιδαγωγικού της Φιλοσοφικής, όταν ύψωνε το χέρι για ταξί στη συμβολή Πιπίνου και Πατησίων. Έχει προηγηθεί βέβαια ένας αναπάντεχος καυγάς με το αγόρι της, από αστεία αφορμή: αν θα ιδωθούν αύριο και τι ώρα. Της φάνηκε ότι εκείνος δίστασε να δεσμευτεί και εξέλαβε το δισταγμό του σαν άρνηση. Κάτι στο βλέμμα της, κάτι στον τόνο της φωνής της, δεν ήθελε και πολύ αυτός να εκραγεί. Της είπε ότι τον πιέζει, ότι προσπαθεί να τον ελέγχει κι αυτός δεν τα μπορεί αυτά, εκείνη με βουρκωμένα μάτια ψέλλισε, «Νόμιζα ότι μ’ αγαπάς», αυτός ύψωσε τον τόνο της φωνής, «Τι σχέση έχει αυτό τώρα», εκείνη άρχισε να κλαίει κανονικά, εκείνου του ξέφυγε ένα, «Άντε πάλι αυτό το βιολί», εκείνη ανάμεσα σε λυγμούς κατάφερε να πει, «Θέλω μόνο να είμαστε καλά», και κάπου εκεί ο διάλογος τερματίστηκε, όταν εκείνος έβαλε τα γέλια κι αμέσως μετά η Ελίνα έφυγε βροντώντας πίσω της την πόρτα.
Δεν ήταν φυσικά η πρώτη φορά που είχαν τέτοιου είδους προστριβές και ήταν σίγουρη πια ότι εκείνος δεν την ήθελε, τουλάχιστον όσο εκείνη αυτόν. Κάκιζε τον εαυτό της που, αντί να βγει με τις φίλες της - κι είχαν κάτι σχέδια τρομερά για σήμερα - είχε θυσιάσει ολόκληρη την Κυριακή της για να είναι μαζί του. Και πού; Στην άθλια γκαρσονιέρα της Δροσοπούλου, το αχούρι που του παραχώρησε η θεία του, μόλις ήρθε από την Καρδίτσα για σπουδές. Ασ’ το καλό πια! Με τέτοιο θυμό στάθηκε η Ελίνα στην άκρη του πεζοδρομίου κι άρχισε να ψάχνει για ταξί. Σίγουρη απέραντα για την καθόλα αβέβαιη ζωή της.
Ύψωσε το χέρι της και να που το πρώτο ταξί σταμάτησε. Μπήκε κι έδωσε οδηγίες προορισμού.

ΙΙΙ.
Το πορτοφόλι του κύριου Χάρη ταξιδεύει ήρεμα στο πίσω κάθισμα του ταξί. Την ησυχία του ταράζει η νέα επιβάτις που κάθεται πάνω το χωρίς να το δει. Το πορτοφόλι πιέζεται, πατικώνεται αλλά φυσικά δεν μπορεί να αντιδράσει. Μαζί του πατικώνονται το περιεχόμενό του: μερικά χαρτονομίσματα, 70 ευρώ, η ταυτότητα του κύριου Χάρη και δυο-τρεις πιστωτικές κάρτες. Η κοπέλα κάτι νιώθει. Παραμερίζει λίγο. Το πιασε.
Η Ελίνα κρατάει τώρα στα χέρια της το πορτοφόλι. Το περιεργάζεται. Το γυρίζει μπρος πίσω. Πάνω κάτω. Δεν το ανοίγει. Κοιτάζει προς τον οδηγό. Ο οδηγός όμως είναι απορροφημένος από το βραδινό δελτίο: Πόσα τα κρούσματα σήμερα, πόσοι οι νεκροί. Δεν την βλέπει καν. Η Ελίνα κοιτάζει πάλι το πορτοφόλι. Ανασηκώνει τώρα λίγο το βλέμμα και στα μάτια της, ακόμα θολά από τα προηγούμενα δάκρυα, καθρεφτίζεται σύσσωμη η πόλη, καθώς αλλάζει σβέλτα ο οδηγός ταχύτητες και τρέχουν τα φώτα σαν ριπές στους νυσταλέους δρόμους. Τα μάτια της Ελίνας για μια στιγμή ένα καλειδοσκόπιο. Νεανικά μάτια, όμορφα, λίγο πρησμένα, παραδομένα στη φευγαλέα ομορφιά της κάθε νυχτερινής ανταύγειας.
Δεν ξέρουμε κι ούτε μπορούμε να επακριβώς να εξακριβώσουμε τι σκεφτόταν η Ελίνα εκείνη τη στιγμή. Κρατάει στα χέρια της ένα ξένο πορτοφόλι και για όσο εξακολουθεί να το κρατάει αμίλητη και σιωπηλή, μπορούμε μόνο να υποθέσουμε πως ζυγίζει μέσα της τι να κάνει και πώς να σταθεί απέναντι στο γεγονός. Να το αφήσει στον ταξιτζή, να αναζητήσει η ίδια τον ιδιοκτήτη του; Να κάνει τι; Κοιτάζει τώρα για λίγο έξω από το παράθυρο με το πορτοφόλι ακουμπισμένο απαλά στο ένα της χέρι. Αμέσως μετά σκύβει και το ανοίγει. Περιεργάζεται την ταυτότητα, τις κάρτες. Μετράει τα χρήματα στην εσωτερική τσέπη. Τέλος, μετά από μια μεγάλη σιωπή - ή μπορεί και μετά από ένα δέκατο του δευτερολέπτου- στρέφεται στον οδηγό: «Να σας πω... Εμ… Θα με πάτε κάπου αλλού τελικά… Μπορούμε;».

ΙV.
Templum! O πολυδιαφημισμένος ναός της νυχτερινής διασκέδασης ξεκινάει το πρόγραμμά του. Η Λώρα Μίχα προχωράει βασιλικά προς το κέντρο της σκηνής, παραμερίζοντας με τις εικοσάποντες γόβες της μια στοίβα μαρτυρικές γαρδένιες. Τα φώτα πάνω της εναλλάσσονται καταιγιστικά. Μέσα στην κίνηση του φάσματος το πρόσωπό της φέγγει σαν σε όνειρο, τη μια με βελουδένιο μωβ χαμόγελο, την άλλη με βαθυκόκκινες ανταύγειες σε κάθε τίναγμα της χαίτης της. Το βλέμμα της πέφτει με ριπές στο κοινό. Το πλησιάζει κι είναι όλη χρυσοκόκκινη. Στα πόδια της, πέρα από τους λοφίσκους με τις γαρδένιες και κάτω από τη σκηνή απλώνεται ένα χωράφι με σπαρτά. Ο κόσμος της. Εκείνη τον φωτίζει, εκείνη τον ποτίζει. Αν υποθέσουμε ότι υπήρχε θεός και ερχόταν σε Επιφάνεια, έτσι θα στεκόταν μπροστά στους ανθρώπους, όπως στέκει αυτή τη στιγμή η Λώρα Μίχα. Και δείχνει να το ξέρει. Αγέρωχη κι απαστράπτουσα αγκαλιάζει τον κατάμεστο ναό της με όλη της την δύναμη. Αρχίζει να λικνίζεται μαζί του, άνεμος και ποτιστική βροχή μαζί. Τα σπαρτά πηγαινοέρχονται σχεδόν σε έκσταση. Και τότε το χέρι της υψώνεται αποφασιστικά. Τα κρουστά, τα έγχορδα, το μπουζούκι, βουβαίνονται. Μια παύση. Ένα σκοτάδι. Σιγή. Κι η φωνή της σπάει τη μαυρίλα.
«Όχι, χάρη δεν σου κάνω
δεν πέφτω στα πατώματα…κλπ»
Οι φίλες της Ελίνας πρώτο τραπέζι πίστα ουρλιάζουν από συγκίνηση.
Η Ελίνα δυστυχώς δεν είναι μαζί τους σε αυτό το λαμπερό opening. Τους έστειλε μήνυμα ότι θα μείνει με τον καλό της. Δεν ξέρουν όμως ότι βρίσκεται καθ’ οδόν κι ότι οσονούπω θα είναι δίπλα τους, και μάλιστα με λεφτά για κέρασμα.

ΙV.
Το πορτοφόλι του κύριου Χάρη ξεκουραζόταν αναπαυτικά τακτοποιημένο στην τσάντα της Ελίνας, όταν αυτή πάτησε το ποδαράκι της στο Τemplum. Πέρασε με γοργό βηματισμό την Πύλη από πράσινο γρανίτη και προχώρησε κρατώντας αποφασιστικά την τσάντα της στον ώμο προς το μακρύ ημι-υπαίθριο διάδρομο με το ψηφιδωτό και τις λιμνούλες με τα νούφαρα. Δεξιά κι αριστερά στις κολώνες, μέσα σε εσοχές, χαντρωμένα γύψινα γλυπτά της Λώρας, στο χρώμα της άμμου, δώρο ενός θαυμαστή γλύπτη. Ένα πορτρέτο και μία ολόσωμη απεικόνιση με σμιλεμένο το γυμνασμένο κορμί της. Στο βάθος μια αψίδα, με ψηφίδες κι αυτή, και κρυφό φωτισμό. Ο ιδιοκτήτης του Templum, γνωστός επιχειρηματίας και μεγάλος θαυμαστής της αοιδού, έκανε αυτή την πρωτοφανή για τα ελληνικά δεδομένα επένδυση, και μάλιστα εν μέσω κρίσης, πεπεισμένος ότι η νεαρή τραγουδίστρια «θα του τα φέρει», το δήλωσε μάλιστα σε κοινή τους συνέντευξη – με πιο εύσχημο τρόπο, βέβαια – όταν είπε πόσο πολύ την πιστεύει και θαυμάζει το εκτόπισμά της. Μίλησε μάλιστα και για το τεράστιο «λαϊκό έρεισμα» που κατά την εκτίμησή του έχει το κορίτσι, προαναγγέλλοντας, εμμέσως την κάθοδο (ή άνοδο, αναλόγως από ποια οπτική γωνία θα το δεις) της Λώρας Μίχα από το πάλκο στην πολιτική σκηνή και συγκρίνοντας το εύρος του κοινού της με τη δημοτικότητα ενός - γιατί όχι; - πρωθυπουργού. Ναι, το είπε κι αυτό και η αλήθεια είναι ότι από πολλά Μέσα η δήλωση αντιμετωπίστηκε με θυμηδία. Υπήρξαν όμως και αρκετοί δημοσιογράφοι, κι όχι μόνο της μεσημεριανής ζώνης, αλλά και των εκπομπών λόγου, που σχολίαζαν θετικά την πληροφορία. Γιατί όντως η Λώρα Μίχα είχε πολύ μεγάλο ρεύμα, μια πρωτοφανή αποδοχή.
Η Ελίνα πέρασε την ψηφιδωτή αψίδα και μπήκε επιτέλους στην αμφιθεατρική αίθουσα. Το πρόγραμμα έχει αρχίσει. Οι σερβιτόροι, ντυμένοι ομοιόμορφα με ασημί στολές, κυκλοφορούν άνετα ανάμεσα στα τραπέζια με τους θαμώνες. Φοράν όλοι διαφανείς μάσκες από πλαστικό που καλύπτουν όλο το πρόσωπο. Άλλοι στις παραγγελίες, άλλοι στην υποδοχή, άλλοι τακτοποιούν τον κόσμο στις αμφιθεατρικές κερκίδες. Η τεράστια αίθουσα είναι ήδη γεμάτη αλλά τα καθίσματα είναι τοποθετημένα για ευνόητους λόγους μεταξύ τους αραιά. Τα ντεσιμπέλ δονούν το σώμα, γέλια και φωνές δυνατές τριγύρω, και η Ελίνα προχωράει στα πιο χαμηλά διαζώματα, κοντά στη σκηνή. Βλέπει από μακριά τις φίλες της κι ανοίγει το βήμα. Εδώ και εβδομάδες την είχαν προγραμματίσει αυτή την έξοδο, καθώς σήμερα είναι η πρώτη νύχτα – στην μετά καραντίνα εποχή – που η Λώρα Μίχα τραγουδά ξανά για το κοινό της. Κι εκείνη θα τα θυσίαζε όλα για έναν μίζερο γκόμενο. Το πορτοφόλι τελικά ήταν ένας οιωνός. Ένα μήνυμα από το σύμπαν. Οι φίλες την βλέπουν και της νεύουν από μακριά χοροπηδώντας από χαρά. Τι ωραία που τα κατάφερε! Τι ωραία που η γυναικοπαρέα είναι εν τέλει μαζί. Θα χορέψουνε, θα τα σπάσουν!
Κάθεται στο τραπέζι και παραγγέλλει στον αστροναύτη παύλα σερβιτόρο ένα μπουκάλι κρασί. Τι με κοιτάτε έτσι, λέει στις φιλενάδες της. Έχω λεφτά! Μια φορά κι εγώ…

V.
Έξι η ώρα το πρωί το μαγαζί είναι πια άδειο. Έχουν φύγει οι πελάτες, στην πρόσοψη έχουν σβήσει τα φώτα, οι τελευταίοι υπάλληλοι με τα κλειδιά στο χέρι φεύγουν κι αυτοί. Ο ναός μοιάζει πια με λεηλατημένη αρένα. Τα λιοντάρια έχουν γυρίσει στο κλουβί τους και στη θέση των κατασπαραγμένων Χριστιανών έχουν απομείνει λεκιασμένες καρέκλες, πατημένα λουλούδια, λιωμένα φαγητά και σπασμένα ποτήρια. Αυτή είναι η ώρα του Αμίρ. Ο Αμίρ καθαρίζει εδώ. Με σκούπα, φαράσι και πλαστικές σακούλες. Μαθημένος από μικρός στα αίματα, αυτή η δουλειά του φαίνεται παιχνιδάκι. Ευχαριστεί καθημερινά τον Αλλάχ που είναι μακριά από την πατρίδα του, γιατί πρώτον ζει και, δεύτερον, ζει χωρίς τον φόβο ότι την επόμενη στιγμή μπορεί να μην ζει. Στην Ελλάδα φτασμένος εδώ και 7 χρόνια, απ’ τα είκοσι τρία, με τα λίγα αγγλικά του (που ήταν και η αιτία να φύγει από το Αφγανιστάν, γιατί όποιον ξέρει αγγλικά οι Ταλιμπάν τον θεωρούν προδότη και τον σκοτώνουν πάραυτα), κατάφερε να συνεννοηθεί, να πιάσει επαφή με τους Έλληνες και να βρίσκει δουλειά. Μαζεύοντας τα αποφάγια ο Αμίρ  χαμογελά σαν να τρυγεί τριαντάφυλλα.
Στο κάτω διάζωμα κρύβεται πεταμένο ένα πορτοφόλι, το πολύπαθο πορτοφόλι του «αφηρημένου» κύριου Χάρη. Ο Αμίρ ακόμα δεν το έχει δει. Θα το δει σε λίγο αφού μεθοδικά καθαρίσει τον κάθε τομέα ξεχωριστά. Θα το δει, θα το επεξεργαστεί, θα το ξερυπίσει και θα το παραδώσει στον πρωινό φύλακα, πριν φύγει για τη δεύτερη δουλειά της ημέρας του, ντελιβεράς στην καφετέρια δίπλα στο νοσοκομείο. Μπορεί να σκεφτεί ότι το πορτοφόλι έπεσε από την τσέπη κάποιου θαμώνα, μια και είναι καταφανώς αντρικό. Δεν θα μάθει ποτέ ότι η Ελίνα το άφησε επί τούτου να πέσει στο πάτωμα και με το πόδι της το παράχωσε κάτω από τις καρέκλες, φυσικά χωρίς τα χρήματα αλλά με τις κάρτες και την ταυτότητα ανέπαφες. Θα σκεφτεί όμως ευχαριστημένος ότι ο κάτοχος του πορτοφολιού θα ευγνωμονεί κι αυτός τον δικό του θεό, μόλις μάθει ότι το πορτοφόλι του βρέθηκε σώο κι αβλαβές. Το πορτοφόλι βέβαια δεν μπορεί να μιλήσει και να αφηγηθεί τη δική του εκδοχή, αλλά αυτό δεν έχει κανένα πρακτικό αντίκτυπο ούτε στη ζωή του κύριου Χάρη που σύντομα θα ανακτήσει την, ούτως ειπείν, χαμένη του ταυτότητα και την πρόσβασή του στον πολύτιμο μισθό του, ούτε και στον Αμίρ, που αύριο μόλις τελειώσει το ντελίβερι θα τρέξει στην τράπεζα να καταθέσει στην οικογένειά του, πέρα εκεί στην εχθρική πατρίδα, ένα μηνιάτικο, πάντα δοξολογώντας τον Αλλάχ για την καλή του τύχη. Μεθαύριο θα έχουν όλα ξεχαστεί.
Ίσως μόνο η Ελίνα συνεχίσει να αναθυμάται το συμβάν, κάθε φορά που ακούει στο youtube τα τραγούδια της αγαπημένης της Λώρας – που σίγουρα για πολύ καιρό ακόμα θα βρίσκεται στην κορυφή, γιατί «ήρθε για να μείνει» – ερμηνεύοντας το, λίγο αυθαίρετα, σαν μια πράξη ελευθερίας, αλλά και τιμιότητας (εφόσον δεν κατέστρεψε το περιεχόμενο του πορτοφολιού, μόνο τα χρήματα χρησιμοποίησε), σαν ένα παράδειγμα του πώς μπορούμε να απολαμβάνουμε τα δωράκια που μας κάνει το σύμπαν, χωρίς να βλάπτουμε κανέναν. Μπορεί την ιστορία αυτή να την αφηγείται – κάπως παραλλαγμένη, βέβαια – αργότερα στους μαθητές της, ή και στα δικά της παιδιά - τόσο παραλλαγμένη που θα είναι πια μια διαφορετική ιστορία - αλλά σημασία είχε, έχει και θα έχει το νόημα της πράξης της, η έκφραση της προσωπικής πυγμής που μας κάνει να ξεπερνάμε αυτό που είμαστε. Το λέει και το άσμα: «…Τη ζωή μου θα αλλάξω». Γιατί, ακόμα κι όταν κάνεις τυφλούς κύκλους αλυσοδεμένος στο ίδιο κέντρο, είναι παρηγοριά να τραγουδάς με βεβαιότητα για μια αλλαγή που ποτέ δεν θα σου συμβεί... Είναι κι αυτό μια προσευχή…

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Δεύτερα μεσημέρι. Ο κύριος Χάρης βγαίνει από το Templum και γυρίζει να ρίξει μια τελευταία ματιά στη θηριώδη Πύλη, κρατώντας το πορτοφόλι του στο χέρι. Ευτυχώς! Πήγε στη θέση της η καρδιά του. Τέλος καλό, όλα καλά. Αδιευκρίνιστα ευχαριστημένος από τον εαυτό του, λες κι εκείνος ήταν που καταδίωξε και βρήκε το πολύτιμο αντικείμενο, στρέφει τα νώτα του στο Templum, δίνοντας στον εαυτό μια υπόσχεση. Αυτό δεν θα του ξανασυμβεί. Το λέει ψιθυριστά πολλές φορές περπατώντας, για να το ακούσει με τα αυτιά του, όχι μόνο με το νου του. «Αυτό δεν θα μου ξανασυμβεί, αυτό δεν θα μου ξανασυμβεί, αυτό δεν θα μου ξανασυμβεί…». Και μπαίνει στο ταξί που τον περιμένει.
Στο ραδιόφωνο τον αιφνιδιάζει πάλι ένα σουξέ της Λώρας:

Ήρθα για να μείνω
δε θα ξαναφύγω πια
τη ζωή μου όλη σου δίνω
πάρε με μια αγκαλιά
μωρό μου, ω, ω, ω
εσύ είσαι ο άνθρωπός μου
στο σκοτάδι είσαι το φως μου
Ήρθα για να μείνω
Στο όνομά σου νερό πίνω
μωρό μου ω, ω, ω
κοκ…
Μετά δελτίο ειδήσεων. Τα τελευταία νέα για τον κορονοϊό. Ο κύριος Χάρης ενώ ακούει τις ειδήσεις, ανασύρει με επιμέλεια τη θήκη με τα πρεσβυωπικά του γυαλιά, βγάζει τα μυωπικά, φοράει τα πρεσβυωπικά, για να δει το περιεχόμενο του πορτοφολιού, μετά βγάζει τα πρεσβυωπικά, φοράει τα μυωπικά και τέλος. Περιμένει να φτάσει στον προορισμό του.

Το ταξί αποβιβάζει τον κύριο Χάρη σπίτι του και απομακρύνεται μέσα στη μεσημεριανή αχλή. Στο πίσω κάθισμα ένα ζευγάρι γυαλιά πρεσβυωπίας. Και η θήκη τους…