ΕΙΧΑ ΜΕΙΝΕΙ πιὸ πίσω ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Δὲν μποροῦσα νὰ ἀκούω τὸν φόβο νὰ ἐκβιάζει γνωριμίες. Εἶχαν γίνει ὅλοι μιὰ παρέα. Ὁ καθένας κλαψούριζε γιὰ τὰ δικά του. Ἂν τοὺς ἄκουγε κάποιος, ἦταν φανερό, πὼς κανεὶς δὲν ἀπαντοῦσε σὲ κανένα παρὰ μόνο στὸν ἑαυτό του. Ἤθελαν νὰ ποῦν, ὄχι ν’ ἀκούσουν. Ποιός δὲν φοβᾶται στὸ δάσος μὲ ὁμίχλη; Ποιός δὲν φοβᾶται μὲ βαρίδια στὰ πόδια στὴν ἔρημο χωρὶς νερό; Ἀτέλειωτο περπάτημα. Μετὰ τὴν πρώτη μέρα ἔπαψα νὰ μετράω τὸ χρόνο. Μέχρι τότε εἶχα τὴν ψευδαίσθηση τῆς ἐπιλογῆς νὰ ἐπιστρέψω. Σὰν νὰ κολυμπᾶς μέχρι ἐκεῖ ποὺ πατᾶς. Ἂν προχωρήσεις, εἶσαι μεσοπέλαγα. Εἶσαι τοῦ πελάγου πιὰ καὶ ὄχι τῆς ἀκτῆς. Πρέπει νὰ συνεχίσεις νὰ κολυμπᾶς.
Η συνέχεια