Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

1 Σεπ 2020

Χρῆστος Σακελλαρίδης, Ἕ­να λε­μό­νι στὸ χέ­ρι

ΕΚΕΙΝΟ τὸ ἄ­ρω­μα πί­σω ἀ­πὸ τὸ σχο­λεῖ­ο τοῦ χω­ριοῦ. Στά­χια, ἐ­λι­ές, πρό­βα­τα καὶ κα­τσί­κες μὰ πιὸ πο­λὺ τὸ ἁλ­μυ­ρί­κι, ποὺ στὴ βα­θειὰ χα­ρα­κιά του κρύ­βου­με τὰ πα­κέ­τα μὲ τὰ τσι­γά­ρα. Ἔ­τσι ὅ­ποι­ος πη­γαί­νει πρῶ­τος ἔ­χει πάν­τα του­λά­χι­στον ἕ­να.

 Κρυ­βό­μα­στε για­τὶ ἀ­νὰ πά­σα στιγ­μὴ μπο­ρεῖ νὰ πε­ρά­σει ὁ μπάρ­μπα-Μα­νώ­λης καὶ νὰ μᾶς δεῖ νὰ κα­πνί­ζου­με καὶ τό­τε θὰ τὸ πεῖ στὴ γυ­ναί­κα του ποὺ τὴ φω­νά­ζου­με ρό­ι­τερ, για­τὶ εἶ­ναι ἡ πιὸ κου­τσομ­πό­λα ἀ­π’ τὶς γρι­ές. Με­τὰ οἱ γο­νεῖς μας δὲ θὰ μᾶς ἀ­φή­νουν ἔ­ξω στὸ σχο­λεῖ­ο τὰ ἀ­πο­γεύ­μα­τα καὶ εἶ­ναι κα­λο­καί­ρι. Δὲν ἔ­χου­με κά­που ἀλ­λοῦ νὰ πᾶ­με. Τὴν κα­λύ­βα ποὺ χτί­σα­με ὅ­λοι μα­ζὶ πέ­ρυ­σι τὴ δι­έ­λυ­σε ὁ Ἀν­τώ­νης, ὁ γιὸς τοῦ κὺρ-Μι­χά­λη, ποὺ ἦ­ταν κα­λὸς καὶ δὲν τὸν ἔ­νοια­ζε ποὺ στὴ μέ­ση τοῦ χω­ρα­φιοῦ του φτι­ά­ξα­με αὐ­τὴν τὴν κα­λύ­βα καὶ μα­ζευ­ό­μα­σταν καὶ κα­πνί­ζα­με καὶ πί­να­με καὶ λέ­γα­με βλα­κεῖ­ες.