Κόκκινα τα φώτα που ξεχωρίζουν
- όταν έχουν οι δρόμοι πάψει τις φωνές τους -
απ’ τα έρημα θαρρείς σπίτια
που κρύβουν τη μοναξιά τους
στο φως της μέρας.
Και μαντεύεις τα πεσμένα στο πάτωμα ρούχα
τα ίχνη όζας στο τραπεζάκι
τη μισάνοιχτη πόρτα της ντουλάπας
τα φαντεζί της ρούχα
κι εκείνο που πάντα σου διαφεύγει
είναι τα δάκρυα στο πάτωμα πλάι στα ρούχα
ο πόνος κάτω απ’ τα ίχνη στο τραπεζάκι
η απελπισία
κάτω απ’ τα στρας που λάμπουν στα φώτα.
Κόκκινα τα φώτα που ξεχωρίζουν
όταν νυχτώνει μέσα μας η ανθρωπιά.