KΑΠΟΙΟ περασμένο καλοκαίρι, ἐκεῖνο ἀκριβῶς τὸ βράδυ ποὺ δόθηκε στὸ ὑπαίθριο θέατρο τοῦ Λευκοῦ Πύργου ἕνα γαλλοελληνικὸ παραμύθι μὲ μουσικὴ τοῦ Αἰμίλιου Ριάδη, ἕνας Γεωργῆς, ἕνας —δηλαδὴ— ὁποιοσδήποτε Γιωργῆς ποὺ ἀπ’ τὸ πρωὶ εἶχεν ἀνέλπιστα ἐξασφαλίσει πρόσκληση, φόρεσε μὲ αὐτὴν τὴν εὐκαιρία τὸ ὁλοκαίνουργο μαῦρο του κοστούμι. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἔκανε τέτοια ἐμφάνιση στὸν κόσμο. Τοῦ εἴχανε κοστίσει, τοῦτα τὰ ροῦχα, κάπου τρεῖς χιλιάδες, ποσὸ ὑπερβολικὸ γιὰ τὴν ἀντοχὴ ἑνὸς μικροϋπαλλήλου ἰδιωτικοῦ γραφείου. Ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε δύσκολα, οἰκονομώντας ἀπ’ τὴν τροφὴ ὅσα χρειαζότανε γιὰ νοίκι, καπνό, ἐφημερίδες, καφενεῖο κι ὅλα τ’ ἄλλα τὰ γνωστὰ καὶ μή, δίχως νὰ ὑπολογίζεται ἡ συντήρηση τῶν δύο συνηθισμένων φορεσιῶν του. Εἶχε μιὰ καλοκαιρινὴ ἐλαφρούτσικη, γκρίζα, καὶ μιὰ σκούρα γιὰ τὸ χειμώνα, λὲς φτιαγμένη ὅμως ἀπὸ ἀτλάζι, τόσο πολὺ γυάλιζε κι ἄστραφτε τώρα τελευταῖα.
Η συνέχεια εδώ