Μίαν πρωίαν πρὸ τριῶν ἐτῶν, ἦτο τὰς παραμονὰς τῶν Χριστουγέννων, ἡ κυρα-Πράπω ἡ Σκαλιώτισσα, ψηλή, χονδρὴ γυναικάρα πενηνταοκτὼ ἐτῶν, εἶχε σηκωθῆ νὰ πάγῃ νὰ ἐπισκεφθῇ τὴν νοννάν της εἰς τὰ Πατήσια. Εἶχε σπιτάκια μὲ μεγάλην αὐλήν, εἰς μίαν ἄκρην τῆς πόλεως, ὅπου ἔτρεφε γίδες καὶ προβατίνες καὶ κόττες καὶ φραγκόκοττες καὶ περιστέρια.
Τὸ γάλα τὸ ἐπώλει πρὸς ὀγδόντα λεπτὰ μὲ τὴν ὀκὰν τὴν ἰδικήν της. Τὰ περιστέρια, ἐκτάκτως μόνον, χωρὶς ὡρισμένον τιμολόγιον, ἂν τῆς εἶχε πνίξει κανὲν ἡ γάττα, ἢ ἂν εὕρισκε μουστερῆδες Γάλλους ἢ Ἰταλοὺς τοῦ θεάτρου. Τ᾽ αὐγὰ πρὸς 15 λεπτὰ τὸ ἓν, τὴν Σαρακοστήν.
Η συνέχεια εδώ